Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες όπου οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού.
Μάλιστα, σε αντίθεση με την τάση σε παγκόσμιο επίπεδο, στη χώρα μας το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού έχει ελαφρώς αυξηθεί από 50.701% το 1975 σε 50.780% το 2017.
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού (2011), οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άνδρες στις ηλικίες άνω των 40 ετών, ενώ αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα (ποσοστό 60,27%) του υπέργηρου πληθυσμού (ηλικιακή ομάδα άνω των 80 ετών).
Σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο, παρατηρούμε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό αναλφάβητων γυναικών (πάνω από τα 2/3 του αναλφάβητου πληθυσμού), καθώς και υπο-εκπροσώπηση των γυναικών στο ανώτερο μορφωτικό επίπεδο (κατοχή διδακτορικού τίτλου).
Σύμφωνα με στοιχεία από την Παγκόσμια Τράπεζα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο έχει μειωθεί από 49,818% το 1975 σε 49,555% το 2017.
Γράφημα 1: Ποσοστά γυναικείου πληθυσμού (παγκοσμίως, 1975-2017)
Η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες όπου οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Μάλιστα, το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού έχει ελαφρώς αυξηθεί από 50.701% το 1975 σε 50.780% το 2017 (Γράφημα 2). Η πορεία που ακολούθησε το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού στην Ελλάδα ήταν πτωτική έως το 1998 και έκτοτε αυξάνεται (ωστόσο, από το 2010 με χαμηλότερο ρυθμό).
Γράφημα 2: Ποσοστά γυναικείου πληθυσμού (Ελλάδα, 1975-2017)
Ο γενικός πληθυσμός στην Ελλάδα ακολουθούσε αυξητική τάση μέχρι το 2010, όπως απεικονίζεται και στο Γράφημα 3.
Σε αντίθεση με στοιχεία προηγούμενων απογραφών, από το 2011, έτος τελευταίας απογραφής, η ΕΛ.ΣΤΑΤ. εστίασε στην καταγραφή του «μόνιμου» πληθυσμού της Ελλάδας και όχι του «πραγματικού». Καταχώρισε δηλαδή τους απογραφομένους στον πίνακα της περιοχής όπου δήλωσαν ότι ζουν μόνιμα το τελευταίο δωδεκάμηνο και όχι στο σημείο που βρίσκονταν την ημέρα της απογραφής.
Γράφημα 3: Συνολικός πληθυσμός (Ελλάδα, 1975-2017)
Αφότου ξέσπασε η οικονομική κρίση, ο συνολικός πληθυσμός άρχισε να μειώνεται, κυρίως λόγω της μετανάστευσης νέων στο εξωτερικό για σπουδές και εργασία, αλλά και της δεδομένης υπογεννητικότητας. Μεταξύ 2011 και 2016 η Ελλάδα έχασε σχεδόν το 3% του πληθυσμού της ενώ εκτιμάται ότι από 10,7 εκατομμύρια το 2017, ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια έως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια έως το 2050, με συνέπεια η πρόσθετη μείωση να φτάσει το 18%.
Ο αριθμός των γεννήσεων συνεχίζει να μειώνεται, με δείκτη ολικής γονιμότητας 1,33 (προβλεπόμενος μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα), δημιουργώντας ένα πολύ μεγάλο ποσοστό υπέργηρου πληθυσμού (Γράφημα 4).
Γράφημα 4: Τάση πληθυσμού ανά συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες (Ελλάδα, 0-9 ετών και 80 και άνω, 1991-2011)
Ο υπέργηρος αυτός πληθυσμός στην πλειονότητά του αποτελείται από γυναίκες. Παρακολουθώντας την κατανομή του πληθυσμού ανά φύλο και ηλικιακή ομάδα στην τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ (2011), όπως φαίνεται στο Γράφημα 5, παρατηρούμε ότι από την ηλικιακή ομάδα των 20-29, το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού ακολουθεί αυξητική πορεία, υπερτερώντας ήδη των αντρών στις ηλικίες 40-49, φθάνοντας το συντριπτικό 60,27% στην ηλικιακή ομάδα άνω των 80 ετών.
Γράφημα 5: Πληθυσμός ανά ηλικιακή ομάδα (Ελλάδα, 2011)
Σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο, βλ. Γράφημα 6, παρατηρούμε ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό αναλφάβητων γυναικών (πάνω από τα 2/3 του αναλφάβητου πληθυσμού), καθώς και υπο-εκπροσώπηση των γυναικών στο ανώτερο μορφωτικό επίπεδο (κατοχή διδακτορικού τίτλου).
Γράφημα 6: Πληθυσμός ανά μορφωτικό επίπεδο (Ελλάδα, 2011)
*Οι πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την άντληση των στοιχείων είναι: Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), Παγκόσμια Τράπεζα, Ινστιτούτο του Βερολίνου για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη