Το 2019 θα είναι εκλογικό έτος και η Citigroup το παρουσιάζει σαν μια ευκαιρία για την ελληνική οικονομία αφού το χαρακτηρίζει ως θετικό.
«Οι εθνικές εκλογές αναμένονται το αργότερο στις 19 Σεπτεμβρίου, αλλά υπάρχουν εικασίες ότι η κυβέρνηση μπορεί να τις επισπεύσει την άνοιξη», σημειώνει η Giada Giani.
Η βελτίωση της οικονομίας έχει οδηγήσει σε ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τα χαμηλά του 2017, σε περίπου 25%, αλλά όχι αρκετά ώστε να ξεπεράσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία εξακολουθεί να ηγείται με 37%. Μια συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα είναι πιο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από ό,τι ο σημερινός συνασπισμός, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, δεδομένης της σημερινής δομής του κοινοβουλίου.
Παρ' όλα αυτά η Citi βλέπει ότι οι δομικές αδυναμίες εξακολουθούν να υφίστανται. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να είναι ανεπαρκείς στο να στηρίξουν τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν περίπου 65% από το 2007.
Το πρόσφατο σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος να δημιουργήσει ένα είδος κακής τράπεζας και να μεταφέρει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών μπορεί να βοηθήσει στην αποδέσμευση ορισμένων πιστώσεων προς την οικονομία, τη διετία 2019-2020. Συνολικά, ωστόσο, οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι παραμένουν σχεδόν οι μόνοι χρηματοδότες στην οικονομία.
Το χρέος
Αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, η Citigroup επισημαίνει ότι βασίζεται κυρίως στην πολιτική. Με το 80% του δημόσιου χρέους στους επίσημους πιστωτές, γεγονός που θα διατηρηθεί την επόμενη δεκαετία, η σχέση της Αθήνας με τους Ευρωπαίους πιστωτές θα καθορίζει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του χρέους και όχι τα οικονομικά στοιχεία, προβλέπει η Giada Giani. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να υποστηρίξουν τη χώρα, επιτρέποντας ενδεχομένως ένα λιγότερο φιλόδοξο αλλά πιο βιώσιμο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, θα παραμείνει καθοριστική για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές ανάγκες και υποχρεώσεις στο μέλλον.
Τέλος, η Citi αναγνωρίζει ότι το ΑΕΠ αυξάνεται μετά τη λήψη του προγράμματος διάσωσης. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών κατέληξε σε συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους τον Ιούνιο του 2018. Τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα, έχουν συμβάλλει στην αποκατάσταση εν μέρει της εμπιστοσύνης στις τάξεις των ξένων επενδυτές στην ελληνική οικονομία.
Το πραγματικό ΑΕΠ επιταχύνθηκε κατά πάσα πιθανότητα πάνω από 2% το 2018, εκτιμά η Citigroup, με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2007, αν και το επίπεδο του ΑΕΠ παραμένει περίπου 25% κάτω από την κορυφή του 2007. Η ανάπτυξη εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων της Ε.Ε. Η ιδιωτική ανάπτυξη της κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσιο επίπεδο και η Citigroup δεν αναμένει να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται κατά περίπου 0,4% σε ετήσια βάση, το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση εξακολουθεί να μειώνεται.
Από την άλλη, η δημοσιονομική πολιτική θα είναι λιγότερο περιοριστική την περίοδο 2019-2020.
του κ.Γ.Α.Σαββάκη
«Οι εθνικές εκλογές αναμένονται το αργότερο στις 19 Σεπτεμβρίου, αλλά υπάρχουν εικασίες ότι η κυβέρνηση μπορεί να τις επισπεύσει την άνοιξη», σημειώνει η Giada Giani.
Η βελτίωση της οικονομίας έχει οδηγήσει σε ανάκαμψη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τα χαμηλά του 2017, σε περίπου 25%, αλλά όχι αρκετά ώστε να ξεπεράσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία εξακολουθεί να ηγείται με 37%. Μια συντηρητική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα είναι πιο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από ό,τι ο σημερινός συνασπισμός, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί, δεδομένης της σημερινής δομής του κοινοβουλίου.
Παρ' όλα αυτά η Citi βλέπει ότι οι δομικές αδυναμίες εξακολουθούν να υφίστανται. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εσωτερικές αποταμιεύσεις εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να είναι ανεπαρκείς στο να στηρίξουν τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν περίπου 65% από το 2007.
Το πρόσφατο σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος να δημιουργήσει ένα είδος κακής τράπεζας και να μεταφέρει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών μπορεί να βοηθήσει στην αποδέσμευση ορισμένων πιστώσεων προς την οικονομία, τη διετία 2019-2020. Συνολικά, ωστόσο, οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης μεταξύ των ξένων επενδυτών, οι οποίοι παραμένουν σχεδόν οι μόνοι χρηματοδότες στην οικονομία.
Το χρέος
Αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, η Citigroup επισημαίνει ότι βασίζεται κυρίως στην πολιτική. Με το 80% του δημόσιου χρέους στους επίσημους πιστωτές, γεγονός που θα διατηρηθεί την επόμενη δεκαετία, η σχέση της Αθήνας με τους Ευρωπαίους πιστωτές θα καθορίζει τη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα του χρέους και όχι τα οικονομικά στοιχεία, προβλέπει η Giada Giani. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να υποστηρίξουν τη χώρα, επιτρέποντας ενδεχομένως ένα λιγότερο φιλόδοξο αλλά πιο βιώσιμο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα, θα παραμείνει καθοριστική για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις χρηματοοικονομικές ανάγκες και υποχρεώσεις στο μέλλον.
Τέλος, η Citi αναγνωρίζει ότι το ΑΕΠ αυξάνεται μετά τη λήψη του προγράμματος διάσωσης. Η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών κατέληξε σε συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους τον Ιούνιο του 2018. Τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα, έχουν συμβάλλει στην αποκατάσταση εν μέρει της εμπιστοσύνης στις τάξεις των ξένων επενδυτές στην ελληνική οικονομία.
Το πραγματικό ΑΕΠ επιταχύνθηκε κατά πάσα πιθανότητα πάνω από 2% το 2018, εκτιμά η Citigroup, με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2007, αν και το επίπεδο του ΑΕΠ παραμένει περίπου 25% κάτω από την κορυφή του 2007. Η ανάπτυξη εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων της Ε.Ε. Η ιδιωτική ανάπτυξη της κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσιο επίπεδο και η Citigroup δεν αναμένει να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται κατά περίπου 0,4% σε ετήσια βάση, το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση εξακολουθεί να μειώνεται.
Από την άλλη, η δημοσιονομική πολιτική θα είναι λιγότερο περιοριστική την περίοδο 2019-2020.
του κ.Γ.Α.Σαββάκη