του κ.Αλέξη Παπαχελά
από την" Καθημερινή της Κυριακής":
.
Εχουμε πλέον αποδεχθεί στη χώρα μας ένα επίπεδο βίας το οποίο θεωρούμε ότι μπορεί και πρέπει να αποτελεί στοιχείο ρουτίνας για κάθε πολιτισμένη χώρα. Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν γειτονιές της Αθήνας και πανεπιστημιακοί χώροι στους οποίους πρέπει κάποιος να έχει πιστοποιητικό φρονημάτων για να μπει χωρίς να φάει ξύλο ή γιαούρτι. Ακόμη χειρότερα, σε μερικές περιπτώσεις πρέπει να έχει την προστασία κάποιων «αφεντικών» της περιοχής. Αυτά τα φαινόμενα δεν συνάδουν με την έννοια της δημοκρατίας για την οποία πάλεψε η Aριστερά –και όχι μόνο– για πολλές δεκαετίες. Αντιθέτως, πρόκειται για φασιστικά φαινόμενα που θυμίζουν τη συμπεριφορά ακροδεξιών συμμοριών πριν και κατά τη διάρκεια της χούντας.
Ο καθηγητής ή ο αρθρογράφος που έχει άλλη άποψη για το άσυλο δεν μπορεί να φοβάται να περπατήσει σε έναν πανεπιστημιακό χώρο επειδή κάποιες ομάδες έχουν επιβάλει τη δική τους ιδιότυπη τρομοκρατία στον χώρο. Οι πανεπιστημιακοί, οι φοιτητές, τα κόμματα οφείλουν να προστατεύσουν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα απέναντι σε αυτήν την απειλή. Εκτός, βεβαίως, αν μία πτέρυγα ενός κόμματος επικροτεί τον «χαβαλέ της βίας» γιατί αλιεύει ψήφους από τους οπαδούς του.
Ενα δεύτερο φαινόμενο που έχουμε συνηθίσει πλέον είναι οι μολότοφ και τα γκαζάκια τα οποία αντιμετωπίζουμε περίπου όπως τα βεγγαλικά το βράδυ της Ανάστασης, σαν, δηλαδή, μια μακραίωνη πολιτισμική παράδοση της χώρας. Και αυτό το φαινόμενο παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις και πρέπει επιτέλους να αντιμετωπισθεί αστυνομικά και κυρίως πολιτικά. Μια κοινωνία που αποδέχεται το παραμικρό επίπεδο βίας δημιουργεί τις συνθήκες για οποιονδήποτε «παλαβό», διαταραγμένο ή απλά φανατικό να πάει και στο επόμενο επίπεδο τρομοκρατίας.
Χρειάσθηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία η καταδίκη της τρομοκρατίας και των δολοφονιών της «17 Νοέμβρη». Το τσουνάμι του λαϊκισμού της μεταπολίτευσης μας είχε μετατρέψει σε μια κοινωνία που ήταν έτοιμη να θεοποιήσει ακόμη και την εν ψυχρώ δολοφονία κάποιου. Προξενούσε, μάλιστα, εντύπωση ένας όρος που χρησιμοποιούσαμε εμείς οι δημοσιογράφοι μερικές φορές για τα θύματα της «17Ν». Επικροτούσαμε εμμέσως την οργάνωση επειδή φρόντιζε να μη χτυπήσει «αθώα θύματα», λες και τα θύματά της ήταν εξ ορισμού ένοχα επειδή κάποιοι αποφάσισαν να το παίξουν Θεοί και να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, εκτελώντας όποιον θεωρούσαν ένοχο.
Είναι αξιοσημείωτο πως μετά τη δημοσιοποίηση των τελευταίων προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων σημειώθηκε κι ένα κύμα νοσταλγίας για το δήθεν περισπούδαστο στυλ των προκηρύξεων της «17 Νοέμβρη». Πρέπει κάποια ώρα να το πάρουμε απόφαση πως δεν υπάρχουν καλοί και κακοί τρομοκράτες, πως δεν νοείται ανεκτό επίπεδο βίας στη δημόσια ζωή μιας χώρας· ούτε οι μολότοφ ούτε τα γκαζάκια ούτε το ξύλο ούτε οι δολοφονικές επιθέσεις έχουν χώρο σε μια πολιτισμένη δημοκρατία. Και βεβαίως, πρέπει να βεβαιωθούμε πως η δημοκρατία μας δεν δίνει τροφή σε όσους πεισματικά στρατολογούν νέα παιδιά στον δρόμο της βίας, ούτε με τη δολοφονία 15χρονων ούτε με την αδιαφορία απέναντι στην περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα.
Ο καθηγητής ή ο αρθρογράφος που έχει άλλη άποψη για το άσυλο δεν μπορεί να φοβάται να περπατήσει σε έναν πανεπιστημιακό χώρο επειδή κάποιες ομάδες έχουν επιβάλει τη δική τους ιδιότυπη τρομοκρατία στον χώρο. Οι πανεπιστημιακοί, οι φοιτητές, τα κόμματα οφείλουν να προστατεύσουν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα απέναντι σε αυτήν την απειλή. Εκτός, βεβαίως, αν μία πτέρυγα ενός κόμματος επικροτεί τον «χαβαλέ της βίας» γιατί αλιεύει ψήφους από τους οπαδούς του.
Ενα δεύτερο φαινόμενο που έχουμε συνηθίσει πλέον είναι οι μολότοφ και τα γκαζάκια τα οποία αντιμετωπίζουμε περίπου όπως τα βεγγαλικά το βράδυ της Ανάστασης, σαν, δηλαδή, μια μακραίωνη πολιτισμική παράδοση της χώρας. Και αυτό το φαινόμενο παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις και πρέπει επιτέλους να αντιμετωπισθεί αστυνομικά και κυρίως πολιτικά. Μια κοινωνία που αποδέχεται το παραμικρό επίπεδο βίας δημιουργεί τις συνθήκες για οποιονδήποτε «παλαβό», διαταραγμένο ή απλά φανατικό να πάει και στο επόμενο επίπεδο τρομοκρατίας.
Χρειάσθηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία η καταδίκη της τρομοκρατίας και των δολοφονιών της «17 Νοέμβρη». Το τσουνάμι του λαϊκισμού της μεταπολίτευσης μας είχε μετατρέψει σε μια κοινωνία που ήταν έτοιμη να θεοποιήσει ακόμη και την εν ψυχρώ δολοφονία κάποιου. Προξενούσε, μάλιστα, εντύπωση ένας όρος που χρησιμοποιούσαμε εμείς οι δημοσιογράφοι μερικές φορές για τα θύματα της «17Ν». Επικροτούσαμε εμμέσως την οργάνωση επειδή φρόντιζε να μη χτυπήσει «αθώα θύματα», λες και τα θύματά της ήταν εξ ορισμού ένοχα επειδή κάποιοι αποφάσισαν να το παίξουν Θεοί και να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, εκτελώντας όποιον θεωρούσαν ένοχο.
Είναι αξιοσημείωτο πως μετά τη δημοσιοποίηση των τελευταίων προκηρύξεων τρομοκρατικών οργανώσεων σημειώθηκε κι ένα κύμα νοσταλγίας για το δήθεν περισπούδαστο στυλ των προκηρύξεων της «17 Νοέμβρη». Πρέπει κάποια ώρα να το πάρουμε απόφαση πως δεν υπάρχουν καλοί και κακοί τρομοκράτες, πως δεν νοείται ανεκτό επίπεδο βίας στη δημόσια ζωή μιας χώρας· ούτε οι μολότοφ ούτε τα γκαζάκια ούτε το ξύλο ούτε οι δολοφονικές επιθέσεις έχουν χώρο σε μια πολιτισμένη δημοκρατία. Και βεβαίως, πρέπει να βεβαιωθούμε πως η δημοκρατία μας δεν δίνει τροφή σε όσους πεισματικά στρατολογούν νέα παιδιά στον δρόμο της βίας, ούτε με τη δολοφονία 15χρονων ούτε με την αδιαφορία απέναντι στην περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα.