.
Kάναμε την πλάκα μας, κυκλοφόρησαν τα πρώτα ανέκδοτα, δημιουργήθηκε fun club στο facebook, αλλά η ιστορία με την απόδραση Παλαιοκώστα δεν είναι μόνον κωμωδία. Για την ακρίβεια, η όλη υπόθεση μπορεί και να σε μελαγχολήσει.
Γιατί; Διότι, πέρα από το ότι πρόκειται για πιστό remake της πρώτης απόδρασης, είναι ένα ακόμα βαρύ σύμπτωμα της ίδιας παθογένειας από την οποία η χώρα ολόκληρη υποφέρει εδώ και χρόνια.
Οσον αφορά το συγκεκριμένο επεισόδιο, έχει ήδη γίνει πολύς λόγος για διαφθορά, για εγκληματική αμέλεια, για προχειρότητα, για προνομιακή μεταχείριση, για μετάθεση ευθυνών και άλλα πολλά, θλιβερά και τραγελαφικά. Το (αποκλειστικώς και μόνον) τραγικό είναι ότι, όπως «καρμπόν» ήταν η δεύτερη απόδραση Παλαιοκώστα, έτσι ως «καρμπόν» επαναλαμβάνονται οι ίδιες διαγνώσεις και κρίσεις: διαφθορά, αμέλεια, προχειρότητα, από την εποχή του «Σαμίνα» έως τις φωτιές του 2007, έως το Βατοπέδι, την υψηλής διαλεκτικής συζήτηση όπου «το νόμιμο είναι και ηθικό» κ. λπ.
Κάποιοι έχουμε κουραστεί να επαναλαμβάνουμε ότι όλη αυτή η αλυσίδα των πολιτικοκοινωνικών κρίσεων, των τραγωδιών και των σκανδάλων αναδεικνύει το μέγιστο πρόβλημα της Ελλάδας: πως η... έννοια του θεσμού έχει καταλήξει να είναι κενό γράμμα, δομή χωρίς καμία δομή πλέον. Διότι δεν τίθεται μόνον ζήτημα μη εφαρμογής της νομοθεσίας ή και της ίδιας της νομοθεσίας – είναι κάτι πιο σύνθετο και βαθύ: ο πρωθυπουργός, ο υπουργός, ο οποιοσδήποτε πολιτικός αξιωματούχος σε οποιοδήποτε επίπεδο έχει πάψει πια να είναι αξίωμα, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει, και είναι ένα ακόμα πρόσωπο, το οποίο απλώς κάποια στιγμή θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Η απαξίωση του αξιώματος δεν είναι μονόπλευρη: οι πολίτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επιχειρηματίες, δεν το σέβονται διότι πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι άνθρωποι που καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις τις βλέπουν μόνον ως καρέκλες και όχι ως κάτι που υπερβαίνει το εκάστοτε πρόσωπο και όνομα.
Συχνά κάποιοι εκλαμβάνουν αυτή μας την επιμονή με το θεσμικό πρόβλημα σαν μια άγονη «ευρωλιγούρα», ότι λοξοκοιτάμε προς την Ευρώπη αντιμετωπίζοντας την πατρίδα μας ως μια μακρινή Μπανανία. Λυπάμαι, αλλά, πρώτον, δεν βρίσκω τίποτα το κακό στο να κοιτάμε, όχι πάντα, αλλά όποτε χρειάζεται, τα παραδείγματα που μας έχει δώσει η Δύση, και, δεύτερον, από πού κι ώς πού είναι επιλήψιμο να επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα σαν μια, έστω και δυνάμει, σοβαρή χώρα; Αν δεν τοποθετήσεις ψηλά τον πήχυ, ούτε τα ελάχιστα δεν θα επιτύχεις. Μόνο που η ίδια η πολιτική ηγεσία, κυβέρνηση και κόμματα, έχουν κατεβάσει τόσο τον πήχυ που επόμενο είναι να πρέπει να συρθείς στο χώμα για προσπαθήσεις να τον ανεβάσεις.
Η συναίνεση, με την έννοια της ουσιαστικής διακομματικής συνεργασίας, είναι βέβαια μια έννοια χιλιομασημένη και ταλαιπωρημένη αλλά θα «ήταν μια κάποια λύση», αν όχι η μόνη λύση επί του παρόντος. Αλλά δεν υπάρχει η πολιτική ωριμότητα για κάτι τέτοιο. Ετσι, φτάσαμε στην ασυδοσία και τη διάχυτη αίσθηση της ανεπάρκειας του κράτους. Θα πρέπει, από το ελικόπτερο της απόδρασης, ο Παλαιοκώστας και ο Ριζάι να έβλεπαν όντως πολύ μικρό αυτό που υπήρχε από κάτω τους: έναν κρατικό ιστό διαλυμένο, από τις ίδιες τις αράχνες που τον ύφαναν.
Οσον αφορά το συγκεκριμένο επεισόδιο, έχει ήδη γίνει πολύς λόγος για διαφθορά, για εγκληματική αμέλεια, για προχειρότητα, για προνομιακή μεταχείριση, για μετάθεση ευθυνών και άλλα πολλά, θλιβερά και τραγελαφικά. Το (αποκλειστικώς και μόνον) τραγικό είναι ότι, όπως «καρμπόν» ήταν η δεύτερη απόδραση Παλαιοκώστα, έτσι ως «καρμπόν» επαναλαμβάνονται οι ίδιες διαγνώσεις και κρίσεις: διαφθορά, αμέλεια, προχειρότητα, από την εποχή του «Σαμίνα» έως τις φωτιές του 2007, έως το Βατοπέδι, την υψηλής διαλεκτικής συζήτηση όπου «το νόμιμο είναι και ηθικό» κ. λπ.
Κάποιοι έχουμε κουραστεί να επαναλαμβάνουμε ότι όλη αυτή η αλυσίδα των πολιτικοκοινωνικών κρίσεων, των τραγωδιών και των σκανδάλων αναδεικνύει το μέγιστο πρόβλημα της Ελλάδας: πως η... έννοια του θεσμού έχει καταλήξει να είναι κενό γράμμα, δομή χωρίς καμία δομή πλέον. Διότι δεν τίθεται μόνον ζήτημα μη εφαρμογής της νομοθεσίας ή και της ίδιας της νομοθεσίας – είναι κάτι πιο σύνθετο και βαθύ: ο πρωθυπουργός, ο υπουργός, ο οποιοσδήποτε πολιτικός αξιωματούχος σε οποιοδήποτε επίπεδο έχει πάψει πια να είναι αξίωμα, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει, και είναι ένα ακόμα πρόσωπο, το οποίο απλώς κάποια στιγμή θα αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Η απαξίωση του αξιώματος δεν είναι μονόπλευρη: οι πολίτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι επιχειρηματίες, δεν το σέβονται διότι πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι άνθρωποι που καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις τις βλέπουν μόνον ως καρέκλες και όχι ως κάτι που υπερβαίνει το εκάστοτε πρόσωπο και όνομα.
Συχνά κάποιοι εκλαμβάνουν αυτή μας την επιμονή με το θεσμικό πρόβλημα σαν μια άγονη «ευρωλιγούρα», ότι λοξοκοιτάμε προς την Ευρώπη αντιμετωπίζοντας την πατρίδα μας ως μια μακρινή Μπανανία. Λυπάμαι, αλλά, πρώτον, δεν βρίσκω τίποτα το κακό στο να κοιτάμε, όχι πάντα, αλλά όποτε χρειάζεται, τα παραδείγματα που μας έχει δώσει η Δύση, και, δεύτερον, από πού κι ώς πού είναι επιλήψιμο να επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα σαν μια, έστω και δυνάμει, σοβαρή χώρα; Αν δεν τοποθετήσεις ψηλά τον πήχυ, ούτε τα ελάχιστα δεν θα επιτύχεις. Μόνο που η ίδια η πολιτική ηγεσία, κυβέρνηση και κόμματα, έχουν κατεβάσει τόσο τον πήχυ που επόμενο είναι να πρέπει να συρθείς στο χώμα για προσπαθήσεις να τον ανεβάσεις.
Η συναίνεση, με την έννοια της ουσιαστικής διακομματικής συνεργασίας, είναι βέβαια μια έννοια χιλιομασημένη και ταλαιπωρημένη αλλά θα «ήταν μια κάποια λύση», αν όχι η μόνη λύση επί του παρόντος. Αλλά δεν υπάρχει η πολιτική ωριμότητα για κάτι τέτοιο. Ετσι, φτάσαμε στην ασυδοσία και τη διάχυτη αίσθηση της ανεπάρκειας του κράτους. Θα πρέπει, από το ελικόπτερο της απόδρασης, ο Παλαιοκώστας και ο Ριζάι να έβλεπαν όντως πολύ μικρό αυτό που υπήρχε από κάτω τους: έναν κρατικό ιστό διαλυμένο, από τις ίδιες τις αράχνες που τον ύφαναν.