Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
"The New York Times":
Ανησυχώ για την Ευρώπη. Ανησυχώ για όλον τον κόσμο, καθώς δεν υπάρχουν ασφαλή καταφύγια από την παγκόσμια οικονομική καταιγίδα.
Η κατάσταση στην Ευρώπη, όμως, με ανησυχεί περισσότερο από την Αμερική. Δεν πρόκειται να επαναλάβω τη συνήθη αμερικανική επιχειρηματολογία ότι στην Ευρώπη είναι πολύ υψηλή η φορολογία και πολύ γενναιόδωρο το κράτος πρόνοιας. Δεν είναι το κράτος πρόνοιας η αιτία της κρίσης για την Ευρώπη. Αντίθετα την αμβλύνει. Ο σαφής κίνδυνος που απειλεί αυτή τη στιγμή την Ευρώπη είναι η αδυναμία της να αντιδράσει αποτελεσματικά στην κρίση.
Η Ευρώπη έχει μείνει πίσω τόσο στη φορολογική όσο και στη νομισματική πολιτική. Πολλοί οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος, έχουν επισημάνει ότι η δέσμη μέτρων του Ομπάμα είναι πολύ περιορισμένη. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν τίποτε. Σε ό, τι αφορά τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ καθυστέρησε να μειώσει τα επιτόκια και έχει αποφύγει κάθε ισχυρή παρέμβαση που θα μπορούσε να χαλαρώσει την κατάσταση στις αγορές πίστωσης. Το μόνο που δουλεύει για το καλό της Ευρώπης είναι... το μέγεθος και η γενναιοδωρία του κράτους πρόνοιας, που περιορίζει τον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης. Η εξασφαλισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τα γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας διασφαλίζουν, τουλάχιστον ώς τώρα, ότι δεν θα υπάρχει στην Ευρώπη τόση οδύνη όση στην Αμερική. Επιπλέον τα προγράμματα αυτά συνεισφέρουν στη διατήρηση κάποιων δαπανών μέσα στην κρίση.
Γιατί όμως μένει πίσω η Ευρώπη; Εν μέρει ευθύνεται η ελλιπής πολιτική της ηγεσία. Το πρόβλημα, όμως, είναι βαθύτερο: Η οικονομική και νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης προηγείται των πολιτικών της θεσμών. Οι οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών είναι σχεδόν τόσο αλληλένδετες όσο οι οικονομίες ορισμένων πολιτειών της Αμερικής και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης χρησιμοποιεί το ίδιο νόμισμα. Σε αντίθεση με την Αμερική, όμως, η Ευρώπη δεν έχει τους πανευρωπαϊκούς θεσμούς που χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που δεν μπορεί να προχωρήσει στη λήψη φορολογικών μέτρων: δεν υπάρχει κεντρική κυβέρνηση εξουσιοδοτημένη να αναλάβει την ευθύνη για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Αντ’ αυτής έχει εθνικές κυβερνήσεις και αυτές αποφεύγουν να αναλάβουν μεγάλο χρέος για τη χρηματοδότηση μιας δέσμης μέτρων, που θα ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό τους ψηφοφόρους άλλων χωρών.
Σε ό, τι αφορά τη νομισματική της πολιτική, η ΕΚΤ δεν είναι σαν τη Fed, που μπορεί να προχωρήσει σε τολμηρά βήματα γιατί έχει την υποστήριξη μιας ενιαίας εθνικής κυβέρνησης πάντα πρόθυμης να συμμεριστεί την τόλμη της και να καλύψει τις ζημίες της αν δεν ευοδωθούν οι προσπάθειές της να τονώσει τις αγορές κεφαλαίου. Αντιθέτως, η ΕΚΤ είναι υπόλογη έναντι 16, ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενων, κυβερνήσεων και δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξή τους.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη τείνει να είναι διαρθρωτικά ανίσχυρη σε περιόδους κρίσης. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε εκείνες τις ευρωπαϊκές οικονομίες που γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη πριν από λίγα χρόνια, ειδικότερα στην Ισπανία. Στο παρελθόν, η Ισπανία θα επιχειρούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της υποτιμώντας το νόμισμά της. Τώρα, όμως, έχει το ευρώ και δεν μπορεί. Θα είναι ασύλληπτα επώδυνο αν όπως φαίνεται συρρικνωθεί συνολικά η ευρωπαϊκή οικονομία και παρουσιάσει αποπληθωρισμό τα επόμενα χρόνια.
Μήπως αυτά σημαίνουν πως η Ευρώπη έκανε λάθος να ενοποιηθεί; Οτι ήταν λάθος το ευρώ; Ισως. Η Ευρώπη μπορεί να διαψεύσει τους επικριτές της, αν οι πολιτικοί της αρχίσουν να επιδεικνύουν πυγμή.
Γιατί όμως μένει πίσω η Ευρώπη; Εν μέρει ευθύνεται η ελλιπής πολιτική της ηγεσία. Το πρόβλημα, όμως, είναι βαθύτερο: Η οικονομική και νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης προηγείται των πολιτικών της θεσμών. Οι οικονομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών είναι σχεδόν τόσο αλληλένδετες όσο οι οικονομίες ορισμένων πολιτειών της Αμερικής και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης χρησιμοποιεί το ίδιο νόμισμα. Σε αντίθεση με την Αμερική, όμως, η Ευρώπη δεν έχει τους πανευρωπαϊκούς θεσμούς που χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που δεν μπορεί να προχωρήσει στη λήψη φορολογικών μέτρων: δεν υπάρχει κεντρική κυβέρνηση εξουσιοδοτημένη να αναλάβει την ευθύνη για την ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Αντ’ αυτής έχει εθνικές κυβερνήσεις και αυτές αποφεύγουν να αναλάβουν μεγάλο χρέος για τη χρηματοδότηση μιας δέσμης μέτρων, που θα ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό τους ψηφοφόρους άλλων χωρών.
Σε ό, τι αφορά τη νομισματική της πολιτική, η ΕΚΤ δεν είναι σαν τη Fed, που μπορεί να προχωρήσει σε τολμηρά βήματα γιατί έχει την υποστήριξη μιας ενιαίας εθνικής κυβέρνησης πάντα πρόθυμης να συμμεριστεί την τόλμη της και να καλύψει τις ζημίες της αν δεν ευοδωθούν οι προσπάθειές της να τονώσει τις αγορές κεφαλαίου. Αντιθέτως, η ΕΚΤ είναι υπόλογη έναντι 16, ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενων, κυβερνήσεων και δεν μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξή τους.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη τείνει να είναι διαρθρωτικά ανίσχυρη σε περιόδους κρίσης. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί σε εκείνες τις ευρωπαϊκές οικονομίες που γνώρισαν ραγδαία ανάπτυξη πριν από λίγα χρόνια, ειδικότερα στην Ισπανία. Στο παρελθόν, η Ισπανία θα επιχειρούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της υποτιμώντας το νόμισμά της. Τώρα, όμως, έχει το ευρώ και δεν μπορεί. Θα είναι ασύλληπτα επώδυνο αν όπως φαίνεται συρρικνωθεί συνολικά η ευρωπαϊκή οικονομία και παρουσιάσει αποπληθωρισμό τα επόμενα χρόνια.
Μήπως αυτά σημαίνουν πως η Ευρώπη έκανε λάθος να ενοποιηθεί; Οτι ήταν λάθος το ευρώ; Ισως. Η Ευρώπη μπορεί να διαψεύσει τους επικριτές της, αν οι πολιτικοί της αρχίσουν να επιδεικνύουν πυγμή.