Toυ κ.Θεοδόση Π. Τάσιου,
ομοτίμου καθηγητή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.
Πέρασαν πάνω από 100 χρόνια αφότου η γενναιότητα των σφουγγαράδων και η ετοιμότητα των Ελλήνων Αρχαιολόγων, έφεραν στο φως (ύστερα από 2000 χρόνια) κατι σκουριασμένα μπρούντζινα μικρά θραύσματα, από ένα ναυάγιο στην αφιλόξενη θάλασσα των Αντικυθήρων. Δέν θα αναφερθώ εδώ στην, τόσο γνωστή άλλωστε, ιστορία αυτού του ευρήματος: Τα θραύσματα, ανήκαν σε εναν αναλογικό λογισμητή της ελληνικής αρχαιότητας, ο οποίος όπως αποδείχθηκε, περιέγραφε τις κινήσεις ουρανίων σωμάτων, πρόβλεπε τις εκλείψεις του ηλίου και της σελήνης- ήταν δε και ενα πολλαπλό ημερολόγιο. Τον Μηχανισμό αυτόν τον είχαμε προβάλει επιστημονικώς σε ειδική συνεδρία του 2ου διεθνούς Συνεδρίου Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, Αθήνα, 2004. Τα τελευταία όμως χρόνια σχετική έρευνα, μιας άξιας Ελληνο-Βρετανικής Ομάδας, απέφερε πρόσθετα πλουσιότατα αποτελέσματα και βαρυσήμαντες νέες δημοσιεύσεις στο διεθνή επιστημονικό τύπο. Φανταστείτε μόνον οτι η νέα αυτή έρευνα κατάφερε να αναγνώσει άλλους 1300 μικροσκοπικούς χαρακτήρες ελληνικών γραμμάτων, χαραγμένων πάνω στις πλευρές των τριάντα λεπτότατων οδοντωτών τροχίσκων τους οποίους περιλαμβάνει ο Μηχανισμός. Η ανάγνωση γίνεται μέσω άκρως...εξειδικευμένης αξονικής τομογραφίας. Η διεθνής επιστημονική Κοινότητα περιμένει νέες εκπλήξεις γύρω απο την Ιστορία της Ελληνικής Επιστήμης...
Προς αυτήν την κατεύθυνση, στο πλαίσιο του 28ου διεθνούς Συνεδρίου της Ιστορίας της Επιστήμης στη Βουδαπέστη, η Ελληνοβρετανική ερευνητική ομάδα οργανώνει ειδικό Συμπόσιο αφιερωμένο αποκλειστικώς στον Μηχανισμό των Αντικυθήρων. Το δικό μου πολύ μικρό αντικείμενο, θα είναι μια κριτική θεώρηση των προϋποθέσεων υπο τις οποίες ήταν πράγματι εφικτός ο σχεδιασμός και η κατασκευή ενος τέτοιου εξαιρετικά προηγμένου τεχνήματος- και πότε άραγε ικανοποιούνταν αυτές οι προϋποθέσεις.
2 Ο Μηχανισμός προϋποθέτει (και ενσωματώνει τρόπον τινά) τα ακόλουθα: Προχωρημένες αστρονομικές γνώσεις, επαρκείς σκοπούμενες χρήσεις του τεχνήματος, τεχνικές ικανότητες μηχανολογικού σχεδιασμού, επαρκή στάθμη μεταλλοτεχνίας και τέλος προγενέστερη ανάπτυξη κατασκευής και χρήσης οδοντωτών τροχών. Για όποιον τυχόν δέν τα βαριέται ετούτα τα εκτός «Γραμμάτων και Τεχνών» πράγματα (τα οποία παρα ταύτα είναι καίριο τμήμα κάθε Πολιτισμού), θα αναφερθούμε εδώ σήμερα διαγωνίως στην καθεμία απ΄ αυτές τις προϋποθέσεις.
Οσο για την Αστρονομία, θα αρκούσε νομίζω να αναφέρουμε τον Αυτόλυκο (περ. 300 π.Χ.) ο οποίος θεμελίωσε την σφαιρική αστρονομία, ενώ ο Ιππαρχος συνόψιζε ήδη απ΄ το 150 π.Χ. όλες τις διαθέσιμες μελέτες για τις τροχιές των πλανητών και για τις εκλείψεις. Για τις σκοπούμενες χρήσεις ενος τέτοιου οργάνου, οι επιστήμονες το χρειάζονταν, η εκπαίδευση θα το αξιοποιούσε, οι βέβαιες προβλέψεις των εκλείψεων θα καθησύχαζαν τα πλήθη, οι χρονολογήσεις γεγονότων θα γίνονταν ευχερέστερες- αλλά και η πολύ διαδεδομένη Αστρολογία θα το είχε μεγάλη ανάγκη. Και ακριβώς εδώ, υπεισέρχεται η Τεχνολογία: Οταν η χρήση το ζητά κι όταν η γνώση το επιτρέπει, τότε η τεχνική διαδικασία μπαίνει μπροστά.
Ο μηχανολογικός σχεδιασμός ενός τέτοιου προϊόντος δέν ήταν δυσχερής κατα τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο Ευκλείδης (περί το 300 π.Χ.) είχε καταστήσει πασίγνωστη τη θεωρητική Γεωμετρία, ο δε ψευδο-Αριστοτέλης (περί το 280 π.Χ.) είχε δημοσιεύσει πλήθος λύσεων των σχετικών μ΄ εναν τέτοιον μηχανισμό «Μηχανικών Προβλημάτων». Δυσκολότερη ήταν ίσως η επίλυση των ζητημάτων της απαιτούμενης Μεταλλοτεχνίας. Για την παραγωγή οποιασδήποτε ποιότητας «κρατερώματος» (μπρούντζου) με κατάλληλα ποσοστά κασσιτέρου στον χαλκό, και με κατάλληλο συνδυασμό βαθμού σφυρηλάτησης και θερμικής αποσκλήρυνσης, δέν υπήρχαν δυσκολίες: Ηδη απ΄ τον 4ο π.Χ. αιώνα, πολύ λεπτά κυκλικά ελάσματα κρατερώματος παράγονταν για την διαμόρφωση κατόπτρων.
Η δυσκολία θα ήταν ίσως στον συνδυασμό επαρκούς αντοχής κράματος για τη χρήση, αλλά ευχερούς κοπής των οδόντων των γραναζιών- συνδυασμός που απαιτεί εμπειρικές προσπάθειες. 3 Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, λοιπόν, απο πότε οι Ελληνες χρησιμοποιούσαν οδοντωτούς τροχούς; Υποστηρίζω οτι η σύλληψη της ιδέας πρέπει να ήταν πολύ παλαιά- απ΄ την εποχή όπου (περ. 300 π.Χ.) μια πολυγωνική «τροχαλία» χρησιμοποιούνταν για μετάδοση κινήσεως (κι όχι για ανύψωση βάρους). Ο Διονύσιος ο Αλεξανδρινός στον καταπέλτη του, κι ο Φίλων ο Βυζαντινός στις υδροκίνητες καδοφόρους αντλίες του, είχαν κάνει το πρώτο βήμα. Ο Βιτρούβιος όμως (1ος αιώνας π.Χ.), όταν εξήγησε πώς λειτουργούσε το υδραυλικό ημερολόγιο του Κτησιβίου (περι το 250 π.Χ.) περιγράφει τους σχετικούς μηχανισμούς των γραναζιών με άνεση, η οποία προϋποθέτει μακρόν εθισμό των αναγνωστών του με οδοντωτούς τροχούς. Απ΄ την άλλη μεριά, ο Κικέρων όταν περιγράφει το δεύτερο Πλανητάριο του Αρχιμήδους (το οποίο το είχε ιδεί στη Ρώμη με τα ίδια του τα μάτια), αναφέρεται στο πώς με μια περιστροφή αναπαράγονταν κινήσεις σε τροχιές με ΑΝΙΣΕΣ ταχύτητες. Κάτι τέτοιο δε μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη χρήση οδοντωτών τροχών διαφορετικών διαμέτρων.
Εξ άλλου, πρόσφατα στη Σαρδηνία βρέθηκε ένα μισό γρανάζι (διαμέτρου 43 χιλιοστών), χρονολογούμενο μεταξύ 170 και 120 π.Χ., χάρις σε μία πολύ βέβαιη στρωμάτωση με θραύσματα ροδιακών αμφορέων.
Κάπως έτσι, και με την επίκληση κάμποσων άλλων επιχειρημάτων, στο άρθρο της Βουδαπέστης υποστηρίζω οτι ένα τέχνημα σάν τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων ήταν εφικτό γύρω στα 200 π.Χ...