Toυ κ.Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Σε άνοιγμα της Χάλκης προσανατολίζεται η κυβέρνηση Ερντογάν, στα πλαίσια μιας σειράς δευτερευουσών «παραχωρήσεων» προς Ελλάδα-Κύπρο, αναφέρουν αξιόπιστες πηγές στην τουρκική πρωτεύουσα.
«Παραχωρήσεις» που συνιστούν ουσιαστικά αυτοτελείς υποχρεώσεις, ενόψει της ευρωπαϊκής αξιολόγησης τον Δεκέμβριο. Η Χάλκη είναι άλλωστε και ζήτημα αμερικανικού και όχι ειδικά ελληνικού συμφέροντος.
Οι «παραχωρήσεις» αυτές, αν, όταν και όσες γίνουν, γιατί η ‘Αγκυρα συνηθίζει να υπόσχεται και να μην τηρεί, συνδυάζονται και δεν αντιφάσκουν με τις έντονες πιέσεις που ασκούνται ταυτόχρονα (π.χ. Αιγαίο) στην επιδίωξη όχι μόνο να συνεχισθεί απρόσκοπτη η τουρκική ενταξιακή πορεία, αλλά και να επιτύχει η ‘Αγκυρα πολύ κεντρικές επιδιώξεις σε πρωτεύοντα θέματα κρατικής κυριαρχίας σε Αιγαίο/Κύπρο.
Η ‘Αγκυρα ζητάει «αμοιβαιότητα», δηλαδή ελληνική παραχώρηση, κάθε φορά που... έστω σκέπτεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση της Χάλκης απαιτεί διπλωματικά διεύρυνση των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ταυτόχρονα, ο Τούρκος πρόξενος στην Κομοτηνή έχει «υπερδραστηριοποιηθεί», περιφερόμενος και ρητορεύων από χωρίου εις χωρίον και ενεργώντας πρακτικά μάλλον ως «πολιτικός ηγέτης» της «τουρκικής μειονότητας», παρά ως ξένος διπλωμάτης, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις που του έγιναν από τον Περιφερειάρχη. (Στο τέλος, αντί να συμμορφωθεί ο διπλωμάτης, σταμάτησε ο περιφερειάρχης να πηγαίνει σε αρκετές εκδηλώσεις που πάει ο πρόξενος!). ‘Οσο για την ηγεσία του ΥΠΕΞ, μοιάζει να μη θέλει να εξετάσει καν τα στοιχεία που της παρέχουν οι υπηρεσίες της σχετικά με τις τουρκικές δραστηριότητες, πιστεύοντας ίσως ότι οι ίδιοι οι διπλωμάτες μας θέλουν να «τορπιλίσουν» την πολιτική εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων!
Αυτά όλα μπορούν και γίνονται, υποστηρίζουν διπλωμάτες, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικά και διπλωματικά παρούσες στον ευρωπαϊκό χώρο οι τουρκικές κατηγορίες περί αντιμειονοτικής πολιτικής της Αθήνας. Αντίθετα, ουδείς ‘Ελλην αρμόδιος τόλμησε ποτέ να υπενθυμίσει στην θέτουσα θέμα αμοιβαιότητας ‘Αγκυρα τι ακριβώς συνέβη στην ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, την «αμοιβαιότητα» της οποίας με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ρητά προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης. Η Κυρία Μπακογιάννη αίφνης, σε πρόσφατη συνέντευξή της σε τουρκική εφημερίδα, έκανε λόγο για ‘Ελληνες που έφυγαν από την Πόλη, χωρίς όμως να εξηγήσει αν έφυγαν για τουρισμό, ως μετανάστες ή εκδιώχθηκαν εξαιτίας οργανωμένου πογκρόμ του τουρκικού κράτους! Σήμερα, πολύ περισσότερα στοιχεία δημοσιεύονται από τουρκικές παρά από ελληνικές πηγές για την εκδίωξη και τα παραμένοντα προβλήματα των Ελλήνων της Πόλης!
Στο μεταξύ για λύσεις «εδώ και τώρα» σε όλο το πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας (κυπριακό, Αιγαίο, μακεδονικό) πιέζει τώρα η Ουάσιγκτον. Εμμέσως πλην σαφώς οι Αμερικανοί διπλωμάτες θέτουν ζήτημα «επανεξέτασης» του status quo στο Αιγαίο (συνθήκη Λωζάννης). Εξαιρετικά φιλότουρκος ο Υφυπουργός Εξωτερικών του Ομπάμα κ. Γκόρντον αποδοκίμασε μεν τις χαμηλές πτήσεις πάνω από το Αγαθονήσι, ουσιαστικά όμως ζήτησε η διακοπή των ενεργειών αυτών να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό διάλογο επί των «επίμαχων ζητημάτων», ζητημάτων κυριαρχίας.
Με τη λογική αυτή βέβαια, η ‘Αγκυρα μπορεί να θέτει λόγω και έργω ότι της κατεβαίνει στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μετά ως παραχωρήσεις την άρση τους και ζητώντας ελληνικές «αντιπαροχές»! Αυτή την έως τώρα αποδοτική τακτική ακολουθεί και ο Ταλάτ στην Κύπρο, αρνούμενος την επιστροφή ακόμη και της Μόρφου ή της Καρπασίας στους Ελληνοκύπριους κατοίκους τους. Η τακτική καθίσταται «αποδοτική», γιατί Ελλάδα και Κύπρος είναι «στοχοπροσηλωμένες» στη διατήρηση πάση θυσία «καλού κλίματος». Η άλλη πλευρά δεν κάνει τις απαραίτητες «θυσίες», το αντίθετο, άρα πρέπει να τις κάνει η εδώ.
Το ερώτημα σημειώνουν διπλωματικοί παρατηρητές, είναι κατά πόσον οι ΗΠΑ προχωρούν στην ανακίνηση θέματος Αιγαίου με δική τους πρωτοβουλία, ή αν έχουν ενθαρρυνθεί από τις βολιδοσκοπήσεις τους στην Αθήνα. ‘Οτι και να συμβαίνει όμως, γεγονός είναι ότι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τείνει να γίνει αποτρεπτικός παράγων για οποιαδήποτε περαιτέρω παραχώρηση και ανάληψη σχετικού πολιτικού κόστους. Ο πρωθυπουργός έχει γίνει δέκτης εισηγήσεων για «σκλήρυνση» της ελληνικής στάσης ενόψει Δεκεμβρίου, με δεδομένο μάλιστα ότι η ‘Αγκυρα εμφανίζεται πιο «σκληρή» από ποτέ άλλοτε. Χρειάζεται βέβαια πολύ προσπάθεια για να πεισθεί η ‘Αγκυρα για τη σοβαρότητα της Αθήνας – η «σκλήρυνση» της στάσης στο μεταναστευτικό αίφνης, και η απειλή διασύνδεσης με την ενταξιακή πορεία, δεν εμπόδισε, την περασμένη εβδομάδα, την Αθήνα να δώσει τη συγκατάθεσή της στο άνοιγμα ενός ακόμα κεφαλαίου ενταξιακής διαπραγμάτευσης (φορολογία).
Είναι πάντως αδύνατο πλέον για την κυβέρνηση να μην παίρνει υπόψιν της την κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς προ του διλήμματος να χαλάσει το «κλίμα» με τους Τούρκους ιθύνοντες ή τους ψηφοφόρους της! ‘Ετσι η Υπουργός Εξωτερικών, παρά τη μαχητικότητα που υποστηρίζει την τουρκική ένταξη, θεώρησε επιβεβλημένο να δηλώσει ότι δεν θα ανοίξουν τα οκτώ μπλοκαρισμένα κεφάλαια διαπραγμάτευσης, όσο η ‘Αγκυρα αρνείται να ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Προκαλώντας την οργή του αρμόδιου Τούρκου Υπουργού Εγκεμέν Μπαγκίς, που απάντησε εκνευρισμένα σε «αυτοκρατορικό στυλ».
Η αντίδραση Μπαγκίς, υπογραμμίζουν διπλωματικοί παρατηρητές, επιβεβαίωσε ότι το λεγόμενο «καλό κλίμα» Ελλάδας και Τουρκίας βασίζεται αποκλειστικά στην προσδοκία της ‘Αγκυρας για μεγάλες ελληνικές παραχωρήσεις. Και ο Ερντογάν άφησε να εννοηθεί ότι Καραμανλής-Μπακογιάννη θα ήθελαν να «λύσουν» μερικά ζητήματα στη Θράκη, εμποδίζονται όμως από τα ΜΜΕ! Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ελληνική πολιτική ηγεσία και διπλωματία μεταφέρει όντως στην ‘Αγκυρα τις θέσεις που θεωρούνται καταρχήν αδιαπραγμάτευτες στην ελληνική εξωτερική πολιτική.Οπως έδειξε περίτρανα η εμπειρία του σχεδίου Ανάν το 2004, η ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία έχουν την τάση να συνομολογούν ρυθμίσεις που δεν είναι ούτε γνωστές, ούτε αποδεκτές από την ελληνική κοινή γνώμη. Το αποτέλεσμα είναι οι μεν ρυθμίσεις να μην εφαρμόζονται, οι δε σχέσεις με την Τουρκία να κινδυνεύουν με νέες κρίσεις. Υποτίθεται ότι η τακτική αυτή ακολουθείται για να βελτιώνει το κλίμα Αθήνας-‘Αγκυρας, στην πραγματικότητα όμως μάλλον δημιουργεί κινδύνους σοβαρών «παρεξηγήσεων» και στις ελληνοτουρκικές και στις σχέσεις πολιτικών-ψηφοφόρων!
Τμήμα της κυβέρνησης μοιάζει να το έχει συνειδητοποιήσει, γι’ αυτό και κινείται ενστικτωδώς προς μια «σκλήρυνση», που είναι άλλωστε τακτικά απαραίτητη για στοιχειώδη αποκατάσταση της διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας. «Πρέπει να πούμε όχι σε όλα. Τίποτα δεν θα γίνει. Πάει άλλωστε ο Ερντογάν που ξέρουμε. Αυτός εδώ έχει μετατραπεί σε νεοωθωμανό», λέει χαρακτηριστικά κυβερνητικός παράγων. ‘Ομως, οι κυβερνητικοί παράγοντες δικαιολογούσαν επί χρόνια την «υπερμετριοπαθή» πολιτική τους με την εκτίμηση ότι θα διευκόλυνε την επικράτηση των ισλαμιστών επί του στρατού. Αυτό που όντως διευκολύνθηκε ήταν η μετατόπιση των ισλαμιστών σε εθνικιστικές θέσεις.
Το πρόβλημα δεν είναι τακτικό, αλλά στρατηγικό. Η Ελλάδα διακήρυξε την πολιτική «πλήρης ένταξη, πλήρης συμμόρφωση», πρακτικά όμως συγκατατέθηκε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να θέσει ζήτημα άρσης τουρκικών διεκδικήσεων και απειλών στο Αιγαίο ή αναγνώρισης της Κύπρου. Η «τακτική» αυτή οδήγησε την ‘Αγκυρα σε εξαιρετικά πλεονεκτική win-win θέση. Είτε θα συνεχίσει τη σκληρή στάση, αποσπώντας ενδεχομένως μεγαλύτερες ελληνικές παραχωρήσεις, είτε θα συμφωνήσει με όσα τώρα της ζητάμε, φέρνοντας σε δύσκολη θέση Αθήνα και Λευκωσία! Π.χ., αν ανοίξει τα λιμάνια, θα φανεί παράξενο να τεθεί νέο βέτο στο άνοιγμα κεφαλαίων γιατί δεν αναγνωρίζει την Κύπρο! Η απαίτηση για παραπομπή στη Χάγη των ελληνοτουρκικών δεν συνοδεύτηκε από απαίτηση προκαταβολικής άρσης εδαφικών διεκδικήσεων, άρα τυχόν αποδοχή του ελληνικού όρου οδηγεί σε ανεπιθύμητη συζήτηση για γκρίζες ζώνες στο Διεθνές Δικαστήριο. Δεν κάνει νόημα να τεθούν μείζονα ζητήματα προστασίας της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας από απειλές, κατοχές και διεκδικήσεις στο τέλος της ενταξιακής διαδικασίας. Γιατί είτε αυτή η διαδικασία θα διακοπεί, χωρίς να κερδίσει τίποτα Ελλάδα-Κύπρος, είτε θα δεχθούμε τελικά εντός της ΕΕ την Τουρκία με το σύνολο των διεκδικήσεών της. (Εκτός αν βρούμε μετά πολλά χρόνια το θάρρος που τώρα μας λείπει, διακινδυνεύοντας και μια πολύ σοβαρότερη κρίση με την ‘Αγκυρα, εφόσον θα θεωρηθούμε υπεύθυνοι της τελικής ματαίωσης των προσδοκιών της, χωρίς μάλιστα ποτέ να της έχουμε εξηγήσει τι πραγματικά ζητάμε.)
Αυτά όλα μπορούν και γίνονται, υποστηρίζουν διπλωμάτες, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικά και διπλωματικά παρούσες στον ευρωπαϊκό χώρο οι τουρκικές κατηγορίες περί αντιμειονοτικής πολιτικής της Αθήνας. Αντίθετα, ουδείς ‘Ελλην αρμόδιος τόλμησε ποτέ να υπενθυμίσει στην θέτουσα θέμα αμοιβαιότητας ‘Αγκυρα τι ακριβώς συνέβη στην ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, την «αμοιβαιότητα» της οποίας με τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ρητά προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης. Η Κυρία Μπακογιάννη αίφνης, σε πρόσφατη συνέντευξή της σε τουρκική εφημερίδα, έκανε λόγο για ‘Ελληνες που έφυγαν από την Πόλη, χωρίς όμως να εξηγήσει αν έφυγαν για τουρισμό, ως μετανάστες ή εκδιώχθηκαν εξαιτίας οργανωμένου πογκρόμ του τουρκικού κράτους! Σήμερα, πολύ περισσότερα στοιχεία δημοσιεύονται από τουρκικές παρά από ελληνικές πηγές για την εκδίωξη και τα παραμένοντα προβλήματα των Ελλήνων της Πόλης!
Στο μεταξύ για λύσεις «εδώ και τώρα» σε όλο το πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας (κυπριακό, Αιγαίο, μακεδονικό) πιέζει τώρα η Ουάσιγκτον. Εμμέσως πλην σαφώς οι Αμερικανοί διπλωμάτες θέτουν ζήτημα «επανεξέτασης» του status quo στο Αιγαίο (συνθήκη Λωζάννης). Εξαιρετικά φιλότουρκος ο Υφυπουργός Εξωτερικών του Ομπάμα κ. Γκόρντον αποδοκίμασε μεν τις χαμηλές πτήσεις πάνω από το Αγαθονήσι, ουσιαστικά όμως ζήτησε η διακοπή των ενεργειών αυτών να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό διάλογο επί των «επίμαχων ζητημάτων», ζητημάτων κυριαρχίας.
Με τη λογική αυτή βέβαια, η ‘Αγκυρα μπορεί να θέτει λόγω και έργω ότι της κατεβαίνει στο κεφάλι, παρουσιάζοντας μετά ως παραχωρήσεις την άρση τους και ζητώντας ελληνικές «αντιπαροχές»! Αυτή την έως τώρα αποδοτική τακτική ακολουθεί και ο Ταλάτ στην Κύπρο, αρνούμενος την επιστροφή ακόμη και της Μόρφου ή της Καρπασίας στους Ελληνοκύπριους κατοίκους τους. Η τακτική καθίσταται «αποδοτική», γιατί Ελλάδα και Κύπρος είναι «στοχοπροσηλωμένες» στη διατήρηση πάση θυσία «καλού κλίματος». Η άλλη πλευρά δεν κάνει τις απαραίτητες «θυσίες», το αντίθετο, άρα πρέπει να τις κάνει η εδώ.
Το ερώτημα σημειώνουν διπλωματικοί παρατηρητές, είναι κατά πόσον οι ΗΠΑ προχωρούν στην ανακίνηση θέματος Αιγαίου με δική τους πρωτοβουλία, ή αν έχουν ενθαρρυνθεί από τις βολιδοσκοπήσεις τους στην Αθήνα. ‘Οτι και να συμβαίνει όμως, γεγονός είναι ότι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα τείνει να γίνει αποτρεπτικός παράγων για οποιαδήποτε περαιτέρω παραχώρηση και ανάληψη σχετικού πολιτικού κόστους. Ο πρωθυπουργός έχει γίνει δέκτης εισηγήσεων για «σκλήρυνση» της ελληνικής στάσης ενόψει Δεκεμβρίου, με δεδομένο μάλιστα ότι η ‘Αγκυρα εμφανίζεται πιο «σκληρή» από ποτέ άλλοτε. Χρειάζεται βέβαια πολύ προσπάθεια για να πεισθεί η ‘Αγκυρα για τη σοβαρότητα της Αθήνας – η «σκλήρυνση» της στάσης στο μεταναστευτικό αίφνης, και η απειλή διασύνδεσης με την ενταξιακή πορεία, δεν εμπόδισε, την περασμένη εβδομάδα, την Αθήνα να δώσει τη συγκατάθεσή της στο άνοιγμα ενός ακόμα κεφαλαίου ενταξιακής διαπραγμάτευσης (φορολογία).
Είναι πάντως αδύνατο πλέον για την κυβέρνηση να μην παίρνει υπόψιν της την κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς προ του διλήμματος να χαλάσει το «κλίμα» με τους Τούρκους ιθύνοντες ή τους ψηφοφόρους της! ‘Ετσι η Υπουργός Εξωτερικών, παρά τη μαχητικότητα που υποστηρίζει την τουρκική ένταξη, θεώρησε επιβεβλημένο να δηλώσει ότι δεν θα ανοίξουν τα οκτώ μπλοκαρισμένα κεφάλαια διαπραγμάτευσης, όσο η ‘Αγκυρα αρνείται να ανοίξει τα λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Προκαλώντας την οργή του αρμόδιου Τούρκου Υπουργού Εγκεμέν Μπαγκίς, που απάντησε εκνευρισμένα σε «αυτοκρατορικό στυλ».
Η αντίδραση Μπαγκίς, υπογραμμίζουν διπλωματικοί παρατηρητές, επιβεβαίωσε ότι το λεγόμενο «καλό κλίμα» Ελλάδας και Τουρκίας βασίζεται αποκλειστικά στην προσδοκία της ‘Αγκυρας για μεγάλες ελληνικές παραχωρήσεις. Και ο Ερντογάν άφησε να εννοηθεί ότι Καραμανλής-Μπακογιάννη θα ήθελαν να «λύσουν» μερικά ζητήματα στη Θράκη, εμποδίζονται όμως από τα ΜΜΕ! Το ερώτημα είναι κατά πόσον η ελληνική πολιτική ηγεσία και διπλωματία μεταφέρει όντως στην ‘Αγκυρα τις θέσεις που θεωρούνται καταρχήν αδιαπραγμάτευτες στην ελληνική εξωτερική πολιτική.Οπως έδειξε περίτρανα η εμπειρία του σχεδίου Ανάν το 2004, η ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία έχουν την τάση να συνομολογούν ρυθμίσεις που δεν είναι ούτε γνωστές, ούτε αποδεκτές από την ελληνική κοινή γνώμη. Το αποτέλεσμα είναι οι μεν ρυθμίσεις να μην εφαρμόζονται, οι δε σχέσεις με την Τουρκία να κινδυνεύουν με νέες κρίσεις. Υποτίθεται ότι η τακτική αυτή ακολουθείται για να βελτιώνει το κλίμα Αθήνας-‘Αγκυρας, στην πραγματικότητα όμως μάλλον δημιουργεί κινδύνους σοβαρών «παρεξηγήσεων» και στις ελληνοτουρκικές και στις σχέσεις πολιτικών-ψηφοφόρων!
Τμήμα της κυβέρνησης μοιάζει να το έχει συνειδητοποιήσει, γι’ αυτό και κινείται ενστικτωδώς προς μια «σκλήρυνση», που είναι άλλωστε τακτικά απαραίτητη για στοιχειώδη αποκατάσταση της διαπραγματευτικής ισχύος της χώρας. «Πρέπει να πούμε όχι σε όλα. Τίποτα δεν θα γίνει. Πάει άλλωστε ο Ερντογάν που ξέρουμε. Αυτός εδώ έχει μετατραπεί σε νεοωθωμανό», λέει χαρακτηριστικά κυβερνητικός παράγων. ‘Ομως, οι κυβερνητικοί παράγοντες δικαιολογούσαν επί χρόνια την «υπερμετριοπαθή» πολιτική τους με την εκτίμηση ότι θα διευκόλυνε την επικράτηση των ισλαμιστών επί του στρατού. Αυτό που όντως διευκολύνθηκε ήταν η μετατόπιση των ισλαμιστών σε εθνικιστικές θέσεις.
Το πρόβλημα δεν είναι τακτικό, αλλά στρατηγικό. Η Ελλάδα διακήρυξε την πολιτική «πλήρης ένταξη, πλήρης συμμόρφωση», πρακτικά όμως συγκατατέθηκε στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να θέσει ζήτημα άρσης τουρκικών διεκδικήσεων και απειλών στο Αιγαίο ή αναγνώρισης της Κύπρου. Η «τακτική» αυτή οδήγησε την ‘Αγκυρα σε εξαιρετικά πλεονεκτική win-win θέση. Είτε θα συνεχίσει τη σκληρή στάση, αποσπώντας ενδεχομένως μεγαλύτερες ελληνικές παραχωρήσεις, είτε θα συμφωνήσει με όσα τώρα της ζητάμε, φέρνοντας σε δύσκολη θέση Αθήνα και Λευκωσία! Π.χ., αν ανοίξει τα λιμάνια, θα φανεί παράξενο να τεθεί νέο βέτο στο άνοιγμα κεφαλαίων γιατί δεν αναγνωρίζει την Κύπρο! Η απαίτηση για παραπομπή στη Χάγη των ελληνοτουρκικών δεν συνοδεύτηκε από απαίτηση προκαταβολικής άρσης εδαφικών διεκδικήσεων, άρα τυχόν αποδοχή του ελληνικού όρου οδηγεί σε ανεπιθύμητη συζήτηση για γκρίζες ζώνες στο Διεθνές Δικαστήριο. Δεν κάνει νόημα να τεθούν μείζονα ζητήματα προστασίας της ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας από απειλές, κατοχές και διεκδικήσεις στο τέλος της ενταξιακής διαδικασίας. Γιατί είτε αυτή η διαδικασία θα διακοπεί, χωρίς να κερδίσει τίποτα Ελλάδα-Κύπρος, είτε θα δεχθούμε τελικά εντός της ΕΕ την Τουρκία με το σύνολο των διεκδικήσεών της. (Εκτός αν βρούμε μετά πολλά χρόνια το θάρρος που τώρα μας λείπει, διακινδυνεύοντας και μια πολύ σοβαρότερη κρίση με την ‘Αγκυρα, εφόσον θα θεωρηθούμε υπεύθυνοι της τελικής ματαίωσης των προσδοκιών της, χωρίς μάλιστα ποτέ να της έχουμε εξηγήσει τι πραγματικά ζητάμε.)