ή να μη (ψηφί) ζει;
Μπορεί να ήταν οδηγία επικοινωνιολόγων, σλόγκαν βγαλμένο από τους «ίματζ μέικερ» και τους διαφημιστές που επιστρατεύουν οι περί την πολιτική ασχολούμενοι – και όχι μόνο στις προεκλογικές περιόδους. Ο,τι και να ήταν, ακούσθηκε πολύ δημοκρατικό, ανθρώπινο, αυτονόητο.
Ρωτήθηκε λοιπόν μια («επώνυμη») υποψήφια κόμματος εξουσίας από τον δημοσιογράφο, στη διάρκεια ραδιοφωνικής συνέντευξης, τι θα έλεγε στον πολίτη για να τον πείσει να ψηφίσει το κόμμα της (και την ίδια). Και απήντησε αμέσως: «Θα του έλεγα να πάει να ψηφίσει, και να ψηφίσει ό,τι αυτός νομίζει καλύτερο για τον τόπο, ανάλογα με τις εμπειρίες και τις απόψεις του...». Ετσι απλά.
Να πάμε να ψηφίσουμε.
Η αποχή, θα είχε πολιτικό νόημα, αν... ήταν αλλιώς δομημένο το εκλογικό μας σύστημα. Αν, δηλαδή, ένα μίνιμουμ όριο συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία των πολιτών, ήταν θεσμοθετημένα απαραίτητο, προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρη η εκλογική διαδικασία (όπως γίνεται, άλλωστε, σε εκλογές σε σωματεία, συλλόγους κ.λπ.) και όχι μόνο το 50% του εκλογικού σώματος, αλλά «κάτι» περισσότερο. Τότε η άρνηση συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία (με δεδομένες τις συνέπειές της – επαναληπτικές εκλογές επί εκλογών μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός από τον οποίο και μετά θα αναδεικνυόταν νικητής επί τη βάσει μόνο των «ψηφισάντων»), θα είχε πολιτικό μήνυμα, θα κατεδείκνυε την απαξία και αποστροφή του κόσμου στα συγκεκριμένα «σχήματα», στο πολιτικό σύστημα. Αλλιώς;
Οταν μάλιστα η αποχή περιβάλλεται με... λάιφ - στυλίστικα χαρακτηριστικά και «προτροπές» (όπως δυστυχώς είδαμε να συμβαίνει στις ευρωεκλογές, όπου η κάθε τηλε-Κατίνα πρωινάδικου ή «μεσημεριανάδικου» χαχάνιζε... χαριτωμένα «σιγά μη χάσω την ηλιοθεραπεία μου για να πάω να ψηφίσω!») και η όποια πολιτική στόχευσή της χάνεται και εξανεμίζεται – και πάντως: δεν προσμετριέται, δεν υπολογίζεται ως «μήνυμα», δεν ενοχλεί σε μεγάλο βαθμό κόμματα και «σύστημα», που βρίσκουν τρόπους να την αφομοιώσουν και να την αιτιολογήσουν, περιοριζόμενα σε επικοινωνιακές... «αυτοκριτικές»;
Το διακινούμενο «επιχείρημα» πως κάποιος δεν πάει να ψηφίσει το κόμμα που συνήθως ψηφίζει (το όποιο κόμμα), επειδή «τον απογοήτευσε», αλλά και «δεν του πάει το χέρι να ψηφίσει κάποιο άλλο...», είναι ό,τι πιο λαϊκίστικα απολίτικο μπορεί να ακουστεί. Πρώτον, επειδή θεωρεί τον υπεύθυνο πολίτη - ψηφοφόρο στενοκέφαλο, βαμμένο οπαδό με προαγορασμένα... εισιτήρια διαρκείας για όλη του τη ζωή και δεύτερον επειδή προπαγανδίζει τη μη συμμετοχή, τη μη ανάληψη ευθύνης, την εκχώρηση του δικαιώματος επιλογής, ως «πολιτική πράξη», έστω και διά της αποθετικής μεθόδου!
Αν κάποιος θέλει να δείξει συνολικά προς το σύστημα την απογοήτευση, την αποστροφή, την απουσία ελπίδας, μπορεί να πάρει μέρος στη διαδικασία και να ρίξει «λευκό» – ένα «κίνημα» τέτοιο, (και αν μάλιστα καταγραφόταν στα αποτελέσματα αυτόνομα) από συνειδητοποιημένους πολίτες με άποψη, που η στάση τους δεν συγχέεται με τη χαζοχαρούμενη «δεν πάω κάλπη – πάω εκδρομή!», κάλλιστα θα συνιστούσε μήνυμα και μάλιστα πολύ εύηχο.
Αλλά, επιτέλους, ακόμη και για τους ψηφοφόρους με... οπαδικά χαρακτηριστικά και με δεδομένο ότι από την εκλογή πολιτικής ηγεσίας εξαρτάται η καθημερινότητά μας και η πορεία της χώρας, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να σκεφθούν πως το ρίσκο, έστω της αλλαγής, της δοκιμής κάτι άλλου, είναι απείρως προτιμότερο από το τέλμα της απραξίας, της απάθειας, της αποδεδειγμένης αναποτελεσματικότητας;
Καλό Σαββατοκύριακο – και καλό βόλι!