«Για την Ελλάδα, η ιστορία του ξένου κεφαλαίου είναι στενά δεμένη με την πολιτική ιστορία (...) της ελεύθερης ύπαρξης του έθνους μας. Όποιος θελήσει να ανιστορήσει τούτη την περίοδο, πολλές φορές θα χρειαστεί να ζητήσει στους ξένους τοκογλύφους και στα κράτη που τους προστάτευαν τις αιτίες για τις πολλές συμφορές που βρήκαν τη χώρα μας».
Το παραπάνω δεν αποτελεί απόσπασμα από πρόσφατη αρθρογραφία σχετικά με τους ξένους κερδοσκόπους, τους έλληνες «χασοσκόπους» και την κρίση.
Αν, παρά την παλιακή γλώσσα, μοιάζει επίκαιρο είναι επειδή περιγράφει την «τι είχες Γιάννη, τι' χα πάντα», εξάρτηση της Ελλάδας, τους... σπόρους και τα άνθη του κακού από τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους. Πρόκειται για τις πρώτες λέξεις του βιβλίου του Νίκου Μπελογιάννη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Γραμμένο από τα τέλη της δεκαετίας του '30 έως το '43 σε καταστάσεις δύσκολες (φυλάκιση, αιχμαλωσία), το βιβλίο εξιστορεί τις επεμβάσεις και το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την επομένη της επανάστασης. Με αυτά τα μέτρα, η σημερινή μας κρίση όχι μόνο δεν είναι πρωτότυπη, αλλά έχει αιτίες που καλύπτουν δυο αιώνες ιστορίας. Έχει σημασία να ανατρέξουμε σε αυτές, μέσα από την αφήγηση του Μπελογιάννη, ο οποίος άσχετα με τις πολιτικές πεποθήσεις του καθενός και εν αντιθέσει με τα πολλά και ποικίλου πτερώματος παπαγαλάκια, δεν χαρίζεται σε κανέναν.
«Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε. (...) Στο μεγάλο αυτό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τι πρόσφεραν; (...) όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο τους πουγγί να δώσουν έστω και ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχθηκαν και μεταξύ τους ποιός θα πρωταρπάξει τα περισσότερα χτήματα από αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι».
Το γενικό πλιάτσικο, ακολούθησε, όπως και σήμερα, εξεταστική επιτροπή, η οποία θα ανακοινώσει στην Εθνική Συνέλευση στις 11 Απριλίου του 1823 ότι τα εθνικά κατάστιχα ήταν «νοθευμένα και πλήρη από καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδες, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίας», ενώ επί σελίδες ολόκληρες «αραδιάζει αμέτρητες ξετσίπωτες λωποδυσίες των αστοκοτζαμπάσηδων. Ο Κολοκοτρώνης που τα έβλεπε όλα τούτα, έγραφε στους Σπετσιώτες ότι »οι αρχοντές μας δεν παραδειγματίζονται από εσάς, να εξοδεύουν από τα ιδικά των, αλλά σφετερίζονται και τα της Πατρίδος"». Καθώς όμως ο πόλεμος είχε ανάγκη από πόρους «μερικοί αγωνιστές με καλή πρόθεση, και οι πολλοί —οι κοτζαμπάσηδες και η παρέα τους για να γλιτώσουν τα λεφτά τους και γιατί μυρίστηκαν και ψητό— πρότειναν δάνειο από το εξωτερικό».
Το, ιστορικώς διαβόητο πρώτο δάνειο υπογράφηκε, που αλλού;, στο Λονδίνο με ληστρικούς όρους: «Οι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα εθνικά χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα τευτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, O' Brien, Ellice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Αυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. (...) Σ' αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει από το μυαλό μας ποιά ήταν η πραγματική τιμή.
Μόλις 59%!
Πράγμα που θέλει να πεί ότι μας χρέωσαν με 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνο το 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι και ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε και από 5% έγινε 9%. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά κτήματα. Αν έμενε τίποτα άλλο, οι έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα.».
Η ληστεία όμως δεν τελειώνει εδώ, αφού «οι τοκογλύφοι που έδωσαν το δάνειο κράτησαν ακόμα και 3% για προμήθεια και μεσιτεία και 1,5% για ασφάλιστρα. Κράτησαν επίσης μπροστά τους τόκους για δυο χρόνια, δηλαδή 80.000 λίρες, χρεόλυτρα δυο χρόνων από 1%, δηλαδή 16.000 λίρες και για προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες!
Απέμειναν λοιπόν ίσαμε εδώ 348.000 λίρες, δηλαδή το 43,5%.».
Η τύχη του δανείου ήταν η αναμενόμενη: ούτε το 10% δεν έφθασε να ξοδευτεί για τα εθνικά έξοδα. Οι πραγματικοί αγωνιστές δεν είδαν δεκάρα, ενώ διάφοροι επιτήδειοι «αστοκοτζαμπάσηδες» επιδόθηκαν σε πραγματικό πλιάτσικο. Μεγάλο μέρος δε των χρημάτων ξοδεύτηκε για προμήθεια πολεμικών ειδών από Αμερική και Αγγλία, τα οποία «δεν έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα» (τουλάχιστον τα σημερινά υποβρύχια έφθασαν και ας γέρνουν).
Έτσι, το 1935,
«τα οικονομικά της χώρας είχαν ρημάξει και η χρεοκοπία ήταν γεγονός. Τα έξοδα ανέβαιναν αδιάκοπα, ενώ τα έσοδα είχαν πέσει κάτω από τα 7 εκατομμύρια δραχμές. Κι από αυτά τα 3 εκατομμύρια πήγαιναν για τοκοχρεωλύσια κι από τα ρέστα τα περισσότερα τα ξεκοκάλιζαν οι Βαυαροί». Την δεκαετία 1833-1843 «φάγανε μονάχα οι Βαυαροί, χωρίς τις ιδιαίτερες σπατάλες του βασιλιά και της αντιβασιλείας, παραπάνω από τα μισά έσοδα και περισσότερο απ' την έγγεια πρόσοδο».
Εντέλει, «το 1843 η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορούσε να πληρώσει το τοκοχρεωλύσιο του δανείου του 1833. (...) Οι "προστάτιδες δυνάμεις" πήραν τότε τα μέτρα τους. Όχι βέβαια για να μας σώσουν, αλλά για ν' αρπάξουν ό,τι είχε απομείνει. (...) Κι ύστερα από την κήρυξη της χρεωκοπίας, οι τρείς δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί το δάνειο (...) αποφασίσανε να επέμβουνε στα εσωτερικά μας, να αναγκάσουν την κυβέρνηση να κάνει οικονομίες, για να τους πληρώσει, και να τους παραχωρήσει τις εισπράξεις του τελωνείου της Σύρας. Δηλαδή ανοιχτό οικονομικό και πολιτικό έλεγχο. Οι Βαυαροί και οι Έλληνες "ιθύνοντες" δεν είχαν καμμίαν αντίρρηση.».
Σαν να διαβάζουμε σημερινή εφημερίδα.
Με τη διαφορά ότι το κείμενο του Μπελογιάννη κλείνει με μια ...αισιόδοξη νότα: «Τότε όμως ξέσπασε η λαϊκή θύελλα. Ο λαός πήρε το λόγο! (...) Ο λαός, κοντά στο σύνταγμα και τις λαϊκές ελευθερίες, απαίτησε το διώξιμο των Βαυαρών, το σταμάτημα της πληρωμής του βαριού τοκοχρεωλύσιου για δάνειο που δεν πήραμε, κι ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση να αμφισβητήσει με ψηφισμά της τη νομιμότητα των δανείων του Λουδοβίκου. Μπροστά στο λαϊκό τούτο ξέσπασμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγκαστήκανε να βάλουν την ουρά στα σκέλια και να παραιτηθούνε από τα σχεδιά τους για τη επιβολή οικονομικού ελέγχου».
Η Ιστορία επιμένει να διδάσκει...
Λ.Θωμά.
skai
Post Top Ad
Κυριακή 11 Απριλίου 2010
Home
Unlabelled
"Κερδοσκοπία εις βάρος της Ελλάδας"..η ιστορία απλώς επαναλαμβάνεται.