Πολύ παλιά, πολύ γνωστή και ιδιαίτερα παραστατική στα νοήματα που θέλει να μεταφέρει η λαϊκή παροιμία: «Δεν φταίει ο γάιδαρος, φταίει το σαμάρι».
Ο λόγος που τη θυμηθήκαμε έχει να κάνει με τα «σενάρια» που έχουν αρχίσει να βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με πολιτικές εξελίξεις, κομματικές ανατροπές, νέους σχηματισμούς, καινούργιες.... συμμαχίες, πρόωρες εκλογικές αναμετρήσεις κ.λπ.
Σενάρια που βρίσκουν θέση στις στήλες των εφημερίδων, στα τηλεοπτικά παράθυρα και τις «οθόνες» των ενημερωτικών sites αλλά πολύ περισσότερο συναντώνται στις συζητήσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων, δηλαδή των «επαγγελματιών» του κλάδου, των πολιτικών.
Ας δούμε την εικόνα. Αντιμετωπίζουμε τις χειρότερες οικονομικές συνθήκες εδώ και πολλές δεκαετίες. Οδεύουμε προς άγνωστα εδάφη.
Οι περιορισμοί που τίθενται δεν έχουν προηγούμενο. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναγκάζονται να αλλάξουν τους προγραμματισμούς τους, να απολέσουν τους πόρους τους, να ανατρέψουν ό,τι έχτισαν με μεγάλη προσπάθεια χρόνο με το χρόνο. Και απέναντι σε αυτήν την εικόνα έχουμε τους διαχειριστές αυτής της κατάστασης -πολιτικούς ανεξαρτήτως χρώματος οι οποίοι με ελάχιστες αλλαγές «κρατούν τα κλειδιά» εδώ και δεκαετίες- να κάνουν πως σφυρίζουν αδιάφορα.
Θα περίμενε κανείς -τουλάχιστον- μια ουσιαστική προσπάθεια αναζήτησης λύσεων για τα προβλήματα. Αντί γι' αυτό όμως ακούμε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν, πώς θα μετρήσουν τα κουκιά τους, σε πιο σακούλι θα τα ρίξουν.
Δείχνουν δηλαδή να ψάχνουν τρόπους να διατηρήσουν την ίδια διαχείριση αλλάζοντας απλώς ρόλους, ξαναμοιράζοντας τα χαρτιά στους ίδιους πάντα παίκτες. Τα πάντα δείχνουν να μεταβάλλονται, αλλά η αντιμετώπιση των ευθυνών παραμένει ίδια: «Να πετάξουμε το σαμάρι». Εκεί που θα έπρεπε να αναπτύσσεται πολιτική σκέψη, εδρεύουν πολιτικάντικα τερτίπια.
Αυτό που θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε είναι ένα απόσπασμα από το -δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρο- γραπτό του Νίκου Γκάτσου «Ελλαδογραφία»: «Πότε θα βγει να σκούξει κάποιος; Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος. Πότε θ΄ ανθίσουν τούτοι οι τόποι; Πότε θα 'ρθούνε καινούργιοι άνθρωποι να συνοδεύσουν τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία;»
naftemporiki
Ο λόγος που τη θυμηθήκαμε έχει να κάνει με τα «σενάρια» που έχουν αρχίσει να βλέπουν το φως της δημοσιότητας σχετικά με πολιτικές εξελίξεις, κομματικές ανατροπές, νέους σχηματισμούς, καινούργιες.... συμμαχίες, πρόωρες εκλογικές αναμετρήσεις κ.λπ.
Σενάρια που βρίσκουν θέση στις στήλες των εφημερίδων, στα τηλεοπτικά παράθυρα και τις «οθόνες» των ενημερωτικών sites αλλά πολύ περισσότερο συναντώνται στις συζητήσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων, δηλαδή των «επαγγελματιών» του κλάδου, των πολιτικών.
Ας δούμε την εικόνα. Αντιμετωπίζουμε τις χειρότερες οικονομικές συνθήκες εδώ και πολλές δεκαετίες. Οδεύουμε προς άγνωστα εδάφη.
Οι περιορισμοί που τίθενται δεν έχουν προηγούμενο. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις αναγκάζονται να αλλάξουν τους προγραμματισμούς τους, να απολέσουν τους πόρους τους, να ανατρέψουν ό,τι έχτισαν με μεγάλη προσπάθεια χρόνο με το χρόνο. Και απέναντι σε αυτήν την εικόνα έχουμε τους διαχειριστές αυτής της κατάστασης -πολιτικούς ανεξαρτήτως χρώματος οι οποίοι με ελάχιστες αλλαγές «κρατούν τα κλειδιά» εδώ και δεκαετίες- να κάνουν πως σφυρίζουν αδιάφορα.
Θα περίμενε κανείς -τουλάχιστον- μια ουσιαστική προσπάθεια αναζήτησης λύσεων για τα προβλήματα. Αντί γι' αυτό όμως ακούμε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν, πώς θα μετρήσουν τα κουκιά τους, σε πιο σακούλι θα τα ρίξουν.
Δείχνουν δηλαδή να ψάχνουν τρόπους να διατηρήσουν την ίδια διαχείριση αλλάζοντας απλώς ρόλους, ξαναμοιράζοντας τα χαρτιά στους ίδιους πάντα παίκτες. Τα πάντα δείχνουν να μεταβάλλονται, αλλά η αντιμετώπιση των ευθυνών παραμένει ίδια: «Να πετάξουμε το σαμάρι». Εκεί που θα έπρεπε να αναπτύσσεται πολιτική σκέψη, εδρεύουν πολιτικάντικα τερτίπια.
Αυτό που θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε είναι ένα απόσπασμα από το -δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρο- γραπτό του Νίκου Γκάτσου «Ελλαδογραφία»: «Πότε θα βγει να σκούξει κάποιος; Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος. Πότε θ΄ ανθίσουν τούτοι οι τόποι; Πότε θα 'ρθούνε καινούργιοι άνθρωποι να συνοδεύσουν τη βλακεία στην τελευταία της κατοικία;»
naftemporiki