Περί τα 600 εκατ. ευρώ βρίσκονται ακόμα επενδυμένα σε δομημένα ομόλογα και βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των ασφαλιστικών ταμείων, αποκάλυψε η υπ. Εργασίας Λούκα Κατσέλη στη Βουλή...
Το δομημένο ομόλογο είναι μία παραλλαγή του... ομολόγου κυμαινόμενου επιτοκίου, όπου είναι διασφαλισμένο το κεφάλαιο, όχι όμως και η απόδοσή του, δηλαδή το κουπόνι.
Το προϊόν αυτό, το οποίο είναι μακροχρόνιας διάρκειας (συνήθως άνω των 10 ετών), προσφέρει σταθερή και υψηλή απόδοση για τα πρώτα χρόνια, αλλά στη συνέχεια το επιτόκιό του εξαρτάται από το βαθμό επιτυχίας ενός «προθεσμιακού στοιχήματος». Για παράδειγμα το συγκεκριμένο ομόλογο μπορεί να επιτυγχάνει απόδοση 5% ετησίως, αν πχ. η ετήσια απόδοση του δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου FTSE-20 είναι υψηλότερη από το δείκτη τιμών καταναλωτή για την ίδια χρονική περίοδο. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε η απόδοση για το συγκεκριμένο έτος θα είναι μηδενική.
Όταν το δομημένο ομόλογο ρευστοποιείται πριν τη λήξη του, τότε η αξία του θα είναι υποβαθμισμένη γιατί ουσιαστικά δεν θα έχει παιχθεί το «στοίχημα» στο σύνολο της διάρκειας ζωής του ομολόγου.
Εάν ρευστοποιηθεί στη λήξη του, τότε το κεφάλαιο είναι εξασφαλισμένο αλλά η απόδοσή του εντελώς αβέβαιη.
Επομένως, τα Ασφαλιστικά Ταμεία επενδύοντας τα αποθεματικά τους σε δομημένα ομόλογα, τα οποία είχαν περιορισμένη εμπορευσιμότητα και επομένως ήταν μη εύκολα ρευστοποιήσιμα, είχαν απολέσει ουσιαστικά τη δυνατότητα ρευστοποίησής τους εάν προέκυπτε ανάγκη για πιθανή κάλυψη έκτακτων αναγκών.Σήμερα, υπάρχουν περίπου 600 εκατ. στα χαρτοφυλάκιά τους και για να μην ζημιωθούν θα πρέπει να τα κρατήσουν μέχρι τη λέξη τους, ενώ η απόδοση δεν είναι γνωστή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το πόρισμα η πλημμελής άσκηση εποπτείας από το Υπουργείο Απασχόλησης έγκειται, ουσιαστικά, στην αδρανοποίηση δύο σημαντικών μηχανισμών που διέθετε:
Πρώτον, στην αδρανοποίηση από το 2004 της Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου και Εποπτείας της Διαχείρισης των Αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων, η οποία είχε συσταθεί με το Νόμο 2676/1999. Εάν η Επιτροπή αυτή είχε ενεργοποιηθεί και ασκούσε αποτελεσματικά το έργο της, τότε θα μπορούσε να διαγνώσει το μη σύννομο των αποφάσεων που ελάμβαναν τα διοικητικά συμβούλια των Ταμείων για την αγορά δομημένων ομολόγων, και ταυτόχρονα θα μπορούσε να είχε εντοπίσει τους σοβαρούς κινδύνους, από τη σκοπιά της επενδυτικής διαχείρισης, που έκρυβαν για τα αποθεματικά των Ταμείων οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις σε δομημένα ομόλογα.
Δεύτερον, στην πλημμελή άσκηση των καθηκόντων των Κυβερνητικών Επιτρόπων που συμμετείχαν στα διοικητικά συμβούλια των Ασφαλιστικών Ταμείων, και οι οποίοι υποτίθεται ότι ασκούσαν αποτελεσματική εποπτεία για λογαριασμό του Υπουργείου Απασχόλησης.
Τρίτο, προκύπτει ένα τεράστιο έλλειμμα συντονισμού μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Απασχόλησης, σχετικά με τη στρατηγική διαχείρισης των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και με τους κανόνες και τις διαδικασίες ελέγχου και παρακολούθησης των επενδύσεών τους.
Τέταρτο, τόσο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος που λαμβάνει πληροφόρηση ως ο θεματοφύλακας των Ασφαλιστικών Ταμείων, απείχαν από ελέγχους των συναλλαγών των Τραπεζών με τα Ασφαλιστικά Ταμεία παρά τις υπερτιμολογημένες πωλήσεις των δομημένων ομολόγων