«Η ελληνική κρίση αποκάλυψε ότι το ευρώ είναι το πιο επικίνδυνο νόμισμα παγκοσμίως».
...Ετσι ξεκινά στο Der Spiegel εκτενές αφιέρωμα στην κρίση στην ευρωζώνη, με ειδική μνεία στο ρόλο της Ελλάδας στην μετατροπή του... ευρώ από «καλή ιδέα» σε «τραγωδία επικών διαστάσεων».
Η συντακτική ομάδα του γερμανικού περιοδικού, με ρεπορτάζ, μεταξύ άλλων, σε Βρυξέλλες, Λουξεμβούργο, Αθήνα και Βερολίνο, αναλύει τα σαθρά θεμέλια για το ευρώ, όπου «οι οικονομικές αρχές θυσιάστηκαν στο βωμό των ρομαντικών πολιτικών οραμάτων».
Το αφιέρωμα ξεκινά με αναφορά στον επικεφαλής της Task Force, Horst Reichenbach. Ο Reichenbach είναι ο επικεφαλής της 30μελούς ομάδας που συντάσσει τριμηνιαίες εκθέσεις για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον ίδιο, η όλη προσπάθεια στην Ελλάδα απαιτεί μακροπρόθεσμη λογική και όχι βραχυπρόθεσμα μέτρα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, παρά τις προσπάθειες του Reichenbach, η Ελλάδα θα μπορούσε ούτως ή άλλως να αποτελέσει το πρώτο ντόμινο σε μια σειρά που η πτώση θα φτάσει τελικά στη Γερμανία.
Η «πρώτη πράξη», σύμφωνα με το Der Spiegel, διαδραματίστηκε την περίοδο 1991 – 2001, όπου και μπήκαν τα θεμέλια που θα οδηγούσαν αργότερα στην απειλή κατάρρευσης του κοινού νομίσματος, καθώς η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, μπήκαν ‘’από την πίσω πόρτα’’ στην ευρωζώνη, ‘’μαγειρεύοντας’’ στατιστικά στοιχεία και εκθέσεις.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την υπογραφή της οποίας το 1992, ολοκληρώθηκε η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση ως σύγχρονος θεσμός, άνοιξε, μεταξύ άλλων, το δρόμο για την νομισματική ενοποίηση. Ωστόσο, οι προεκτάσεις μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής δεν ήταν μόνο οικονομικές. Ακόμα περισσότερο, ήταν πολιτικές. Το ευρώ, όπως ορίστηκε στη Συνθήκη, προοριζόταν για την ενδυνάμωση της Ευρώπης και την προώθηση της στο ανταγωνιστικό παγκόσμιο σκηνικό, διασφαλίζοντας την επιθυμητή οικονομική και πολιτική πορεία των κρατών - μελών. Ωστόσο, η ιστορία έδειξε πως το στοίχημα των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» δεν κερδήθηκε.
Στη «δεύτερη πράξη» της μετατροπής του ευρώ σε ωρολογιακή βόμβα, το Der Spiegel αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση της Ελλάδας. Σύμφωνα με το αφιέρωμα, η Ελλάδα, με οδηγό την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, αγνόησε το ήδη δυσθεώρητο χρέος, ύψους 114% του ΑΕΠ, τον πληθωρισμό του 14% και την οικονομική ύφεση, που την καθιστούσαν μη ανταγωνιστική οικονομία. Καθώς οι όροι για την ένταξη στην ευρωζώνη χαλάρωσαν, το 2000 η Ελλάδα έλαβε την πολυπόθητη έγκριση – παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις της ΕΚΤ και τα ήδη αμφισβητούμενα στοιχεία που παρουσίασε η Ελλάδα - με αποτέλεσμα να καταφέρει να μπει στην ευρωζώνη το 2002. Ειδική μνεία γίνεται για τις χρόνιες προσπάθειες του τότε υπουργού Οικονομίας της κυβέρνησης Παπανδρέου, Γιάννου Παπαντωνίου.
Δεν ήταν, πάντως, μόνο η Ελλάδα που κατηγορήθηκε για «μαγειρεμένα» στατιστικά στοιχεία και ψευδείς εκθέσεις, προκειμένου να ενταχθεί στο ευρώ. Οπως αναφέρεται, στο βιβλίο «Herausforderung Euro» (“The Euro Challenge”), o Γερμανός, και μετέπειτα επικεφαλής της Bundesbank,Hans Tietmeyer, επιβεβαιώνει την « αμφισβητήσιμη αισθητική χειρουργική» σε χρέος και πληθωρισμό, στην οποία κατέφυγαν ορισμένες χώρες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις προϋποθέσεις για ένταξη στην ευρωζώνη.
Βάσει της εμπιστοσύνης που κυριαρχούσε ανάμεσα στα κράτη – μέλη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κάθε χώρα συγκέντρωνε και έστελνε χωρίς κανένα έλεγχο τα απαραίτητα στοιχεία. Ακόμα και η Γερμανία, πάντως, που διατηρούσε από την αρχή έντονες επιφυλάξεις για το ευρώ, δεν έλαβε ιδιαίτερη δράση τότε, όπως παραδέχεται η εφημερίδα, καθώς η πολιτική διάσταση αποδείχθηκε πιο σημαντική. ‘Ετσι, κάθε φωνή ενάντια στο ευρώ, ή και στην Ελλάδα, έπρεπε να «σωπάσει», με χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως τονίζει το Der Spiegel, την περίπτωση του τότε μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank, Hans Reckers, που το 2000 μίλησε ανοιχτά κατά της ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη, προκαλώντας ελεύθερη πτώση του ΧΑ. Ο Reckers, πάντως, δεν διστάζει πλέον να δηλώσει ότι και τα 15 μέλη του συμβουλίου, θεωρούσαν λάθος την ένταξη της Ελλάδας.