- Στην περιοχή του 45-50% ο μέσος όρος για το κούρεμα..
- Κρίσιμο σημείο η "εθελοντική" συμμετοχή ιδιωτών.
- Πληροφορίες για ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών με 108 δισ.
- Προβληματισμός για τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στα όριά τους καλείται να κινηθούν το τραπεζικό και το συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας με δεδομένη την πρόθεση των Ευρωπαίων εταίρων να προχωρήσουν σε βαθύ κούρεμα του ελληνικού χρέους.
Από τις διαπραγματεύσεις του Σαββατοκύριακου έγινε ξεκάθαρο ότι οι ηγέτες της ευρωζώνης ζητούν από τους ιδιώτες επενδυτές να συνεισφέρουν αποδεχόμενοι μείωση της αξίας των ελληνικών τίτλων που κατέχουν σε ποσοστό που εμφανίζεται να κινείται στο 40% - 60%.
Από τις πληροφορίες που διέρρευσαν, εδώ και μέρες έχουν αρχίσει οι επαφές με τις μεγάλες τράπεζες ώστε να πειστούν να αποδεχτούν εθελοντικά απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων σε μεγάλο ποσοστό, της προαναφερθείσας τάξεως. Κι αυτό υπό την απειλή πιστωτικού γεγονός, το οποίο όλοι απεύχονται.
Από την πλευρά τους, οι ιδιώτες κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων φέρονται διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερες απώλειες, αλλά υποστηρίζεται ότι είναι ακόμα μακριά από μια συμφωνία με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Όπως μετέδωσε το Reuters, ανώτατο τραπεζικό στέλεχος δήλωσε την Κυριακή ότι οι τραπεζίτες αυξάνουν την προσφορά τους για "κούρεμα" στο 40%, ενώ οι πολιτικοί απαιτούν να συμφωνήσει ο ιδιωτικός τομέας σε "κούρεμα" τουλάχιστον 50%Με δεδομένες αυτές τις εξελίξεις, οι ηγέτες της ευρωζώνης εμφανίζονται να ζητούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αύξηση του βασικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Core Tier 1 στο 9%, κατόπιν και της καταγραφής των κρατικών ομολόγων που έχουν στα χέρια τους, σε τιμές αγοράς, σύμφωνα με stress test που διενήργησε πρόσφατα εσωτερικά το European Banking Authority (EBA).
Εντούτοις, αμέσως μετά τη σύνοδο στα ξένα ΜΜΕ κυκλοφόρησαν ευρέως πληροφορίες ότι οι ανάγκες για ανακεφαλαιοποίηση των ευρωπαϊκών τραπεζών περιορίζονται σε 100 - 108 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό όμως δεν συνάδει με αποτίμηση των ευρωπαϊκών ομολόγων mark to market και με Core Tier 1 στο 9% και αυτό έχει προκαλέσει έντονες απορίες στους αναλυτές. Αντιθέτως, "ταιριάζει" αν οι δείκτες επάρκειας παραμείνουν κοντά στο 7%.
Με τις δηλώσεις των ηγετών της Γερμανίας και της Γαλλίας, έγινε ξεκάθαρο ότι η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης θα γίνεται υποχρεωτικά σε τρία στάδια. Πρώτα θα αναζητούνται από τις τράπεζες ιδιωτικά κεφάλαια, εν συνεχεία, αν αυτά δεν βρίσκονται, εκείνες θα καταφεύγουν στο κράτος στο οποίο ανήκουν και μόνο στην έσχατη περίπτωση θα διασώζονται από το EFSF, επί του οποίου ακόμη δεν υπάρχουν οριστικές αποφάσεις για τη δύναμη πυρός που θα διαθέτει και τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί (αναμένονται και αυτές την Τετάρτη).
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν το "κούρεμα" είναι μεγάλο, οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να βρουν αμέσως κεφάλαια για να αποφύγουν την προσφυγή στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και αυτό θα σήμαινε ουσιαστικά την κρατικοποίησή τους. Επιπλέον, όσο μεγαλώνει το ποσοστό του κουρέματος, τόσο πιο αναπόφευκτη φαντάζει η ένταξή τους στο ταμείο.
Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση θα υπάρξουν διαδικασίες που θα κρατήσουν μήνες, πριν καταλήξουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ελάχιστο όριο θεωρούνται οι έξι μήνες, ενώ ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες (για τις οποίες το πόρισμα της BlackRock δεν αναμένεται πριν από τον Φεβρουάριο) μια τέτοια διαδικασία ενδεχομένως να ολοκληρωθεί τον Σεπτέμβριο του 2012.
Ερώτημα ωστόσο παραμένει τι μέλλει γενέσθαι με τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, δεδομένου ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για τις τράπεζες θα υπάρξει δίχτυ προστασίας με απόλυτη ισχύ σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις, οποιουδήποτε μεγέθους και τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Το ποσό των ομολόγων που κατέχουν τα ταμεία της χώρας δεν είναι ξεκάθαρο. Από απάντηση του υπουργού Απασχόλησης κ. Κουτρουμάνη σε ερώτηση του κ. Μάκη Βορίδη προκύπτει ότι τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν σήμερα ομόλογα ονομαστικής αξίας 7,8 δισ. ευρώ. Άλλες πληροφορίες ανεβάζουν το συγκεκριμένο ποσό σε πολύ υψηλότερο μέγεθος.
Ακριβή η διάσωση
Οι εξελίξεις έτρεξαν μετά την παρουσίαση στους Ευρωπαίους ηγέτες «άκρως εμπιστευτικής» έκθεσης της τρόικας για τη βιωσιμότητα του χρέους. Κατά την έκθεση, η μόνη λύση ώστε να μην απαιτηθεί δυσανάλογη αύξηση των πρόσθετων διακρατικών δανείων προς την Ελλάδα, σε σχέση με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, είναι κούρεμα του χρέους σε ποσοστό 50% ή και 60%.
Όπως αναφέρεται στο ίδιο κείμενο, η επιδείνωση της δημοσιονομικής και οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα είναι τόσο μεγάλη που πλέον -εάν δεν υπάρξει σημαντική πρόσθετη αναδιάρθρωση των ιδιωτικών δανείων- θα απαιτηθεί πρόσθετη «θεσμική» χρηματοδότηση ύψους 252 δισ. ευρώ προς τη χώρα την επόμενη δεκαετία (έως το 2020).
Το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από τα 109 δισ. ευρώ που είχαν αρχικά υπολογιστεί.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, για να διατηρηθεί η πρόσθετη χρηματοδότηση που θα χρειαστεί η Ελλάδα στα επίπεδα που είχαν υπολογιστεί τον Ιούλιο θα πρέπει να υπάρξει απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων κατά 60%, ενώ, αν περιοριστεί στο 50%, οι νέες δανειακές ανάγκες θα είναι ελαφρά περισσότερες, στα 114 δισ. ευρώ ή περίπου 5 δισ. υψηλότερες απ' ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί.
Αντιδράσεις από τις τράπεζες
Στις... προσταγές της Ε.Ε. προς τους ιδιώτες να αποδεχτούν "κούρεμα" έως και 60% για το ελληνικό χρέος οι τραπεζίτες φαίνεται να αντιπροτείνουν, με βάση πληροφορίες διεθνών πρακτορείων, την απομείωση της αξίας των ελληνικών ομολόγων κατά περίπου 40%.
Το παζάρι είναι σκληρό και σύμφωνα με ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Telegraph οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. έφτασαν στο σημείο να απειλούν ότι θα οδηγήσουν και επισήμως την Ελλάδα σε χρεοκοπία, πυροδοτώντας πιστωτικό γεγονός στην περίπτωση όπου οι τράπεζες αρνηθούν να αποδεχθούν haircut 50%.
Στις εξελίξεις παρενέβη με άρθρο του και ο Λουκάς Παπαδήμος δηλώνοντας αντίθετος στο ενδεχόμενο μεγάλης μη εθελοντικής αναδιάρθρωσης του χρέους. Σημείωσε πως οι δυσμενείς συνέπειες μιας μη εθελοντικής αναδιάρθρωσης και μιας χρεοκοπίας δεν περιορίζονται στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των εγχώριων τραπεζών και της στήριξης των συνταξιοδοτικών ταμείων. Οι επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη, στη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και στην πραγματική οικονομία είναι πιθανόν να είναι σημαντικές, αν και είναι δύσκολο να προβλεφθούν και να ποσοτικοποιηθούν. Τέτοιες επιπτώσεις θα υπονόμευαν επίσης τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής, ιδιαίτερα αν η αναδιάρθρωση του χρέους προκαλέσει πιστωτική κρίση. Η ΕΚΤ δεν θα δεχόταν ως εχέγγυο ομόλογα που έχουν υποβαθμιστεί σε αξιολόγηση "default". Έτσι, θα ήταν απαραίτητο να παρασχεθεί πιστωτική ενίσχυση για να βελτιωθεί η ποιότητα αυτών των εχεγγύων, με κόστος το οποίο τελικά θα επωμιζόταν η ελληνική κυβέρνηση.