Οι αγοραστές έσπευσαν -μετά από πολύ καιρό- να προεξοφλήσουν μια σειρά πραγματικά θετικές εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, που όμως έχουν μέγιστη σημασία για την οικονομία.
Οι βασικότερες από αυτές τις εξελίξεις είναι τρεις:
Οι βασικότερες από αυτές τις εξελίξεις είναι τρεις:
Πρώτον, μέσω του PSI και της BlackRock, μπαίνει επιτέλους «πάτος» στις προβλεπόμενες απώλειες των τραπεζών, αφαιρώντας ένα εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο αβεβαιότητας, που επί πολλούς μήνες είχε καταδικάσει τον τραπεζικό κλάδο σε αργό και βασανιστικό χρηματιστηριακό θάνατο.
Δεύτερον, είναι πλέον δεδομένο ότι οι τράπεζες θα επανακεφαλαιοποιηθούν, χωρίς να περάσει ο έλεγχός τους στο Δημόσιο (κάτι που σχεδόν οι πάντες απεύχονταν, γνωρίζοντας τις «επιδόσεις» που έχει το κράτος ως manager), διότι οι μετοχές που θα εκδοθούν δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου.
Τρίτον, το πόρισμα της BlackRock φαίνεται ότι τελικά θα επηρεάσει λιγότερο δυσμενώς τις κεφαλαιακές επάρκειες των τραπεζών σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις της αγοράς.
Με απλά λόγια, οι τράπεζες σύντομα θα είναι θεωρητικά σε θέση να αναλάβουν πολύ πιο ενεργό ρόλο στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Διότι η κεφαλαιακή τους επάρκεια θα ανέλθει σε διεθνώς ικανοποιητικά επίπεδα, η δυνατότητά τους να χρηματοδοτηθούν, είτε απευθείας από τις αγορές είτε από την ΕΚΤ, θα ενισχυθεί, ενώ η διοίκησή τους θα παραμείνει σε ιδιωτικά χέρια. Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι προαναφερθείσες εξελίξεις θα βοηθήσουν στην επιστροφή μέρους των καταθέσεων που έφυγαν.
Κι επιπροσθέτως, θα έχουν ήδη γράψει επαρκείς επισφάλειες για μια σειρά δανειοδοτήσεων σε προβληματικές σήμερα εταιρείες, τις οποίες, όσο δεν έγραφαν, ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν εν ζωή, έστω και με «σωληνάκια».
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η τακτική αυτή των τραπεζιτών (δικαιολογημένη σε σχέση με τα συγκυριακά συμφέροντά τους) ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες στραγγαλίστηκε η ρευστότητα στο υγιές κομμάτι της ελληνικής αγοράς.
Κι επιπροσθέτως, νοθεύτηκε η υγιής λειτουργία του ανταγωνισμού σε επιμέρους τομείς της αγοράς από επιχειρήσεις-«ζόμπι» που παραμένουν ακόμη και σήμερα εν λειτουργία, μεταδίδοντας την ασθένειά τους.
Προκειμένου όμως η τραπεζική «ανάσταση» να αποτελέσει αφετηρία για την ανάταξη της οικονομίας, η παραπάνω θεωρία πρέπει να γίνει πράξη.
Σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό, αυτό δεν συνέβη για διάφορους λόγους. Οι τράπεζες ενισχύθηκαν κεφαλαιακά, απέκτησαν ρευστότητα, πλην όμως δεν τη διοχέτευσαν επαρκώς στην οικονομία.
Γι' αυτό και ο «θεσμικός» χρηματοδότης των ελληνικών τραπεζών οφείλει να διασφαλίσει εκ των προτέρων ότι τα χρήματα θα πιάσουν «τόπο» χρηματοδοτώντας την οικονομία με ιδιωτικοοικονομικά, αναπτυξιακά και διαφανή κριτήρια.
Σε άλλη περίπτωση, η τραπεζική «ανάσταση» θα είναι μόνο για λίγους και θα μετατραπεί σε μπούμερανγκ για την οικονομία, το τραπεζικό, αλλά και το πολιτικό σύστημα.
Γ.Παπανικολάου
Δεύτερον, είναι πλέον δεδομένο ότι οι τράπεζες θα επανακεφαλαιοποιηθούν, χωρίς να περάσει ο έλεγχός τους στο Δημόσιο (κάτι που σχεδόν οι πάντες απεύχονταν, γνωρίζοντας τις «επιδόσεις» που έχει το κράτος ως manager), διότι οι μετοχές που θα εκδοθούν δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου.
Τρίτον, το πόρισμα της BlackRock φαίνεται ότι τελικά θα επηρεάσει λιγότερο δυσμενώς τις κεφαλαιακές επάρκειες των τραπεζών σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις της αγοράς.
Με απλά λόγια, οι τράπεζες σύντομα θα είναι θεωρητικά σε θέση να αναλάβουν πολύ πιο ενεργό ρόλο στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Διότι η κεφαλαιακή τους επάρκεια θα ανέλθει σε διεθνώς ικανοποιητικά επίπεδα, η δυνατότητά τους να χρηματοδοτηθούν, είτε απευθείας από τις αγορές είτε από την ΕΚΤ, θα ενισχυθεί, ενώ η διοίκησή τους θα παραμείνει σε ιδιωτικά χέρια. Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι προαναφερθείσες εξελίξεις θα βοηθήσουν στην επιστροφή μέρους των καταθέσεων που έφυγαν.
Κι επιπροσθέτως, θα έχουν ήδη γράψει επαρκείς επισφάλειες για μια σειρά δανειοδοτήσεων σε προβληματικές σήμερα εταιρείες, τις οποίες, όσο δεν έγραφαν, ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν εν ζωή, έστω και με «σωληνάκια».
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η τακτική αυτή των τραπεζιτών (δικαιολογημένη σε σχέση με τα συγκυριακά συμφέροντά τους) ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες στραγγαλίστηκε η ρευστότητα στο υγιές κομμάτι της ελληνικής αγοράς.
Κι επιπροσθέτως, νοθεύτηκε η υγιής λειτουργία του ανταγωνισμού σε επιμέρους τομείς της αγοράς από επιχειρήσεις-«ζόμπι» που παραμένουν ακόμη και σήμερα εν λειτουργία, μεταδίδοντας την ασθένειά τους.
Προκειμένου όμως η τραπεζική «ανάσταση» να αποτελέσει αφετηρία για την ανάταξη της οικονομίας, η παραπάνω θεωρία πρέπει να γίνει πράξη.
Σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο εξωτερικό, αυτό δεν συνέβη για διάφορους λόγους. Οι τράπεζες ενισχύθηκαν κεφαλαιακά, απέκτησαν ρευστότητα, πλην όμως δεν τη διοχέτευσαν επαρκώς στην οικονομία.
Γι' αυτό και ο «θεσμικός» χρηματοδότης των ελληνικών τραπεζών οφείλει να διασφαλίσει εκ των προτέρων ότι τα χρήματα θα πιάσουν «τόπο» χρηματοδοτώντας την οικονομία με ιδιωτικοοικονομικά, αναπτυξιακά και διαφανή κριτήρια.
Σε άλλη περίπτωση, η τραπεζική «ανάσταση» θα είναι μόνο για λίγους και θα μετατραπεί σε μπούμερανγκ για την οικονομία, το τραπεζικό, αλλά και το πολιτικό σύστημα.
Γ.Παπανικολάου