Σύμφωνα με αμερικανικό σαρκασμό, εκλογές είναι η τακτική διαδικασία μέσω της οποίας σημαντικά κεφάλαια μετατοπίζονται από τις τσέπες των φορολογουμένων σε εκείνες των ιδιοκτητών ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης...
Το ευφυολόγημα απέβλεπε να υπογραμμίσει τη διόγκωση των τηλεοπτικών (κυρίως) πολιτικών διαφημίσεων στις προεκλογικές εκστρατείες των ΗΠΑ. Εκεί τα... σποτ, είτε υπέρ του διαφημιζόμενου υποψηφίου είτε αποκλειστικά εναντίον των αντιπάλων του, είχαν (και έχουν) τόση απήχηση, ώστε σε πολλές περιπτώσεις η εκλογική νίκη αποδεικνυόταν ευθέως ανάλογη της διαφημιστικής δαπάνης: επικρατούσε όποιος «επένδυε» περισσότερα από τους πολεμίους του.
Σε μικρογραφία αυτά ισχύουν και σε μας - με μικρή ένδειξη τα χρήματα που αποσπούν τα κόμματα από τα -άδεια- κρατικά ταμεία σε πείσμα όχι μόνο της κρίσης, αλλά και του γεγονότος ότι, τουλάχιστον τα μεγάλα, έχουν ήδη προεξοφλήσει τις επιδοτήσεις πολλών ετών στις τράπεζες.
Πάσχα ένεκα, όμως, ας μη σταθούμε στα αργύρια. Κατά παραφθορά, ο αμερικανικός σαρκασμός ισχύει και για το περιεχόμενο. Οι προεκλογικές περίοδοι θα μπορούσαν να ορισθούν ως το χρονικό διάστημα στο οποίο τα μέσα ενημέρωσης μεγιστοποιούν την ποσότητα μπούρδας που μεταφέρεται από τους πολιτικούς προς τους πολίτες. Και το κάνουν (αμφότεροι- και οι πολιτικοί και τα μμε) με πάσα σοβαροφάνεια.
Καθόλου περίεργο το τελευταίο, αν σκεφθεί κανείς ότι με αναλόγως σοβαρό ύφος μεταδίδονται οι συνεντεύξεις προπονητών μετά από αγώνες, στις οποίες οι εν λόγω λένε, συχνότατα άναρθρα αφού ο λόγος δεν είναι το φόρτε τους, ό,τι έχουμε μόλις παρακολουθήσει: «βάλαμε ένα γκολ, μετά φάγαμε τρία, αξίζαμε κάτι καλύτερο.»
Ωστόσο, το ότι κάτι είναι αναμενόμενο δεν σημαίνει πως παύει για τον λόγο αυτό να είναι εκνευριστικό, ιδίως σε καιρούς που ο πολίτης είναι ήδη στα όρια των νεύρων του από τις διαδοχικές απώλειες εισοδήματος και τις συνεχείς απειλές νέων πληγμάτων. Όταν το μάτι σου γυαλίζει, γίνεται ακόμη πιο δύσπεπτο να βλέπεις τον Βενιζέλο να υπόσχεται ότι θα διορθώσει εκείνα στα οποία μόλις πρόσφατα συνέπραξε και αυτό να μεταδίδεται με σοβαρότητα, ενώ ακόμη και ανώδυνες αλλά κενές νοήματος δηλώσεις -όπως του Σαμαρά για την Ανάσταση από το Πατριαρχείο- ηχούν κλισέ αταίριαστα για την εποχή.
Όχι ότι αυτά δεν συνέβαιναν στο παρελθόν- ας θυμηθούμε τη δήλωση Σημίτη «πρώτα η Ελλάδα», λες και θα ήταν δυνατόν να πει κανείς πολιτικός «πρώτα το κόμμα». Απλώς σήμερα η κενολογία και τα συνθήματα γίνονται εξοργιστικότερα, επειδή η κατάσταση απαιτεί σοβαρές και ειλικρινείς περιγραφές. Δεν μπορεί, πριν καλά-καλά αρχίσει η προεκλογική περίοδος, να έχει κανείς το αίσθημα ότι μπορεί να παραλείψει εντελώς την παρακολούθησή της χωρίς να χάσει τίποτε.
Αυτό, θα πει κανείς, είναι ευθύνη των πολιτικών. Από μία πλευρά, όμως, είναι εν μέρει και ευθύνη των μέσων ενημέρωσης - έχει να κάνει με την ποιότητα των «ειδήσεων» που μεταδίδουν. Και επειδή από τους πολιτικούς δεν προσδοκά κανείς άνοδο επιπέδου χωρίς εξωτερική πίεση, θα είχε ενδιαφέρον αν, κοντά στον φόβο των γιαουρτιών από τους πολίτες, αθροιζόταν και ο κίνδυνος μιας είδησης σαν την ακόλουθη: «Μίλησε χθες στο Αιγάλεω ο κ. Βενιζέλος. Δεν είπε τίποτε άξιο λόγου. Ας περάσουμε στο ντέρμπι του βόλεϊ γυναικών»...
Γ.Καστριώτης