Στο «απόσπασμα» ξανά οι απολαβές των μισθωτών καθώς οι πιέσεις για περαιτέρω περικοπές εντείνονται, την ώρα που το τόπιο στην αγορά εργασίας περιγράφεται απ' όλους ως «μαύρο».
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε η «αναμπουμπούλα» για το ποιος νίκησε και ποιος έχασε από τη Σύνοδο Κορυφής εκτονώθηκε. Ωστόσο, οι... προβλέψεις για τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μόνο ευοίνες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Το κλίμα από τις Βρυξέλλες για την Ελλάδα, μετά τη συνάντηση που είχαν οι αρχηγοί των 27 κρατών της Ε.Ε. την περασμένη εβδομάδα, ήταν το εξής: «Αναγνωρίζουμε ότι οι Ελληνες έχουν κάνει πολλά βήματα προς τη δημοσιονομική εξυγιάνση της χώρας, αλλά θα πρέπει να υπάρξει και συνέχεια στις διαρθρωτικές αλλαγές». Η απόσταση αυτή είναι της τάξης του 15%, όπως περιγράφεται σε έγγραφο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αξιολόγηση του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων του 2012 και του προγράμματος σταθερότητας της Ελλάδας, με ημερομηνία 30 Μαΐου.
«Η Ελλάδα οφείλει να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα της μέσω τολμηρής εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή, με μείωση τιμών και κόστους παραγωγής έναντι των ανταγωνιστών της», σημειώνεται στην ανάλυση. Η απότομη εσωτερική υποτίμηση αποτελεί, κατά το σκεπτικό της Επιτροπής, τη μόνη γρήγορη μέθοδο ανάκαμψης της οικονομίας, αν και αναγνωρίζονται οι κίνδυνοι της έντασης της ύφεσης.
«Δεδομένου ότι απαιτείται χρόνος για να επιτευχθεί μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, πρέπει πρώτα να επέλθει μείωση του ονομαστικού μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους. Αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά περιπλέκει τη δημοσιονομική προσαρμογή λόγω του αντίκτυπου που έχει η εσωτερική υποτίμηση στο ονομαστικό ΑΕΠ και, συνακόλουθα, στις φορολογικές βάσεις. Επιπλέον, όταν αρχίσει η ανάκαμψη, η σύνθεση της οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται ότι θα περιλαμβάνει λιγότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με άλλες περιόδους ανάκαμψης», τονίζεται στο έγγραφο.
Εκτός από τις περικοπές στους ονομαστικούς μισθούς, ο στόχος της μείωσης του κόστους εργασίας κατά 15% προσδοκάται ότι θα επιτευχθεί και με τη μείωση του μη μισθολογικού μέρους του κόστους εργασίας, δηλαδή με κατάργηση μη βασικών κοινωνικών παροχών και αντίστοιχη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Η αγορά εργασίας
Το έγγραφο περιγράφει τι έγινε και τι πρέπει να γίνει. Συγκεκριμένα υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα υιοθέτησε μια φιλόδοξη δέσμη μέτρων για την αγορά εργασίας, που συμπληρώνει τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν το 2010 και το 2011. Δεδομένου, όμως, ότι ο κοινωνικός διάλογος τόσο με τους εκπροσώπους εργοδοτών και εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα όσο και μεταξύ αυτών δεν απέφερε ικανοποιητικά αποτελέσματα, η κυβέρνηση θέσπισε νομοθεσία για τη μείωση των κατώτατων μισθών στον ιδιωτικό τομέα και την τροποποίηση ορισμένων διαδικασιών καθορισμού των μισθών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τη λήξη συλλογικών συμβάσεων και τη διαμεσολάβηση σε περίπτωση μισθολογικών διαφορών.
«Αυτό αποτελεί μέρος μιας στρατηγικής μείωσης του εργατικού κόστους των επιχειρήσεων κατά 15% εντός μιας τριετίας, με την οποία επιταχύνονται οι περικοπές που επήλθαν στο εργατικό κόστους ήδη κατά τη διάρκεια του 2011. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα λάβει συμπληρωματικά διορθωτικά μέτρα για να διευκολυνθεί η συλλογική διαπραγμάτευση και να εξασφαλιστεί μισθολογική ευελιξία και αύξηση της απασχόλησης», αναφέρει η επιτροπή.
Οι Βρυξέλλες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει κάποια ένταση μεταξύ εσωτερικής υποτίμησης και δημοσιονομικής εξυγίανσης, την οποία, όμως, χαρακτηρίζουν ως «βραχυπρόθεσμη». «Η Ελλάδα είχε μη διατηρήσιμες ανισορροπίες τόσο στο λογαριασμό εξωτερικών συναλλαγών όσο και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς της και η μέχρι στιγμής πρόοδός της στους τομείς αυτούς είναι ανεπαρκής. Κατά τα προσεχή έτη, πρέπει να σημειωθεί πρόοδος και στα δύο μέτωπα», υπογραμμίζεται στην ανάλυση.
Σε εξέλιξη η υποτίμηση
Πάντως, η εσωτερική υποτίμηση έχει προ πολλού ξεκινήσει στην ελληνική αγορά εργασίας. Τα μηνιαία στατιστικά στοιχεία του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας αποκαλύπτουν πως οι μειώσεις μισθών έχουν υιοθετηθεί από χιλιάδες επιχειρήσεις είτε μέσω των ατομικών είτε των επιοχειρησιακών συμβάσεων. Σύμφωνα με τον ειδικό γραμματέα του ΣΕΠΕ, Μιχάλη Χάλαρη, μέσα σε 3,5 μήνες το 6,5% του εργατικού δυναμικού -περίπου 115.000 εργαζομένους- της χώρας έχασε, λόγω της μείωσης των μισθών πάνω από το 23% (!) των εισοδημάτων του. Μικρότερες μειώσεις -της τάξης του 14%- έγιναν σχεδόν σε όλο το φάσμα της αγοράς εργασίας, ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασαν, σύμφωνα με τον κ. Χάλαρη και το 30%. Και βέβαια, εκτός από τη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι παραμένουν απλήρωτοι για τρεις ή τέσσερις μήνες, καθώς 120.000- 150.000 επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα επιβίωσης.
Προειδοποίηση
Τις εξελίξεις στο μέτωπο των μισθών παρακολουθούν από κοντά τα συνδικάτα και ελπίζουν σε επαναδιαπραγμάτευση των σκληρών όρων του μνημονίου. Μόλις πρόσφατα ο διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ, Σάββας Ρομπόλης, προειδοποίησε πως εάν δεν υπάρξει αναδιαπραγμάτευση του προγράμματος λιτότητας, θα επανέλθουν οι απεργίες και οι διαδηλώσεις, το αργότερο από το Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τον κ. Ρομπόλη πρέπει να υπάρξουν ελαφρύνσεις για τους Ελληνες εργαζόμενους, καθώς το 30% του πληθυσμού ήδη ζει κάτω από το όριο της φτώχειας. Ο ίδιος, πάντως, είναι ανήσυχος όχι μόνο για τη μείωση των μισθών αλλά και για την εκρηκτική άνοδο της ανεργίας, κυρίως δε σε ό,τι αφορά τους νέους (σ.σ. στη συγκεριμένη ηλικιακή ομάδα το ποσοστό των ανέργων υπερβαίνει το 50%). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επισήμανση την οποία έκανε ο κ. Ρομπόλης σε συνέντευξή του στο διεθνή Τύπο, σύμφωνα με την οποία, σήμερα οι άνεργοι στην Ελλάδα είναι περισσότεροι από ό,τι μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο