- Πού ποντάρουν οι επιχειρήσεις για να σταθεροποιηθεί η οικονομία το 2013.
- Οι κρίσιμοι παράγοντες των επόμενων μηνών.
- Οι εξαγωγές, το σύνθημα "στηρίζουμε Ελλάδα"
- Τα επιτόκια και η επαναδιαπραγμάτευση
Έντονη ανησυχία έχει προκαλέσει σε οικονομικούς παράγοντες, επιχειρήσεις και εργαζόμενους η συνεχιζόμενη ελεύθερη πτώση της ελληνικής οικονομίας, μετά και το -6,2% που κατέγραψε το δεύτερο τρίμηνο του 2012. Και αυτό γιατί όλοι αντιλαμβάνονται πως αν δεν.... σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία η προσπάθεια διάσωσης της χώρας θα πάει χαμένη.
Οι τραπεζίτες, για παράδειγμα, φοβούνται πως με μια νέα, βαθιά ύφεση μέσα στο επόμενο έτος τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μπορεί να αυξηθούν κατακόρυφα. Οι πολιτικοί αναλυτές εκφράζουν έντονη αμφιβολία για τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης, σε περίπτωση όπου η κατρακύλα στην πραγματική οικονομία συνεχιστεί και το 2013.
Και ο επιχειρηματικός κόσμος ζητά εναγωνίως ανάπτυξη… από χθες, καθώς ήδη μεγάλο μέρος του παραγωγικού ιστού της χώρας κινδυνεύει να διαλυθεί.
Η αλήθεια είναι πως το 2012 είναι η πέμπτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης για την Ελλάδα, με το συνολικό ποσοστό μείωσης του ΑΕΠ να προσεγγίζει το 20%(!) (-0,2% το 2008, -3,2% το 2009, -3,5% το 2010, -6,9% το 2011 και -6% φέτος). Και πέραν αυτού, το 2013 θα ξεκινήσει με μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας σε σχέση με το 2012 και με τα πρόσθετα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ να ψαλιδίζουν περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση της οικονομίας από τον προσεχή Γενάρη και μετά.
Η κατάσταση στην Ελλάδα, μάλιστα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των άλλων χωρών της ευρωζώνης, ή ακόμη και με όσα επικρατούν στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου.
Για παράδειγμα, το πρώτο φετινό εξάμηνο, όταν η ύφεση στην ευρωζώνη ήταν μόλις 0,4% και οι απώλειες των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού νότου περιορισμένες (π.χ. Ισπανία -1%, Πορτογαλία -1,2%, Ιταλία -2,5%), το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε 6,2%...
Εξαγωγές - υποκατάσταση εισαγωγών
Ο πρώτος παράγοντας στον οποίο ποντάρει η ελληνική οικονομία είναι η συνέχιση της τάσης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια για αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών, όταν μάλιστα τους τελευταίους μήνες έχουν προστεθεί στο ελληνικό οπλοστάσιο δύο ακόμη όπλα. Πρόκειται για την υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και τη μερική υποκατάσταση κάποιων εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, επειδή οι ξένοι προμηθευτές έκοψαν την πίστωση προς τις ελληνικές εμπορικές επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα, απρόσμενα μικρή είναι η φετινή πτώση της παραγωγής τσιμέντου (-6% στο εξάμηνο), παρά τη συνεχιζόμενη κάθετη υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης τόσο για οικοδομές, όσο και για επενδύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες). Ο λόγος είναι οι μεγαλύτερες εξαγωγές, καθώς μετά από πολύ καιρό η ζήτηση τσιμέντου στην Ευρώπη άρχισε κάπως να «τσιμπάει».
Επίσης, άνοδο παρουσιάζει φέτος και η παραγωγή πετρελαιοειδών, παρά τη νέα εγχώρια υποχώρηση της ζήτησης. Ο λόγος; Η αυξημένη παραγωγική δυναμικότητα (πέρυσι ένα διυλιστήριο υπολειτουργούσε) και οι περισσότερες εξαγωγές μετά τη διακοπή λειτουργίας κάποιων παλαιάς τεχνολογίας διυλιστηρίων στην Ευρώπη.
Η αύξηση των εξαγωγών, λοιπόν, φαίνεται πως είναι ο βασικότερος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης για την ελληνική οικονομία, και μάλιστα η όλη προσπάθεια φαίνεται να ενισχύεται φέτος, μεταξύ άλλων, από δύο παράγοντες:
Πρώτον, από την υποχώρηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διεισδυτικότητα των ελληνικών προϊόντων στις μη κοινοτικές αγορές, αλλά και στις αγορές της κοινότητας για προϊόντα όπου ανταγωνιστές είναι η Τουρκία και οι χώρες της ΝΑ. Ασίας (κλωστοϋφαντουργία, ιχθυοκαλλιέργειες κ.λπ.).
Και δεύτερον, από τη συνεχιζόμενη και φέτος μείωση του ανά μονάδα κόστους εργασίας στην ελληνική οικονομία, σε μια περίοδο όπου σε άλλες χώρες της Ευρώπης το συγκεκριμένο κόστος ανεβαίνει και στον ευρωπαϊκό νότο μειώνεται, αλλά με σαφώς χαλαρότερους ρυθμούς.
Ένας άλλος τρόπος στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι η (περιορισμένης έκτασης) υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Αυτό, με τη σειρά του, αποδίδεται σε αρκετούς λόγους, όπως η ευαισθητοποίηση του καταναλωτικού κοινού για προτίμηση ελληνικών προϊόντων (βλέπε μπαράζ διαφημίσεων από προϊόντα με παράλληλη εμφάνιση της ελληνικής σημαίας), η απροθυμία των περισσότερων ξένων προμηθευτών να δώσουν πίστωση στις ελληνικές εμπορικές εταιρείες (τάση που ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό τους τελευταίους μήνες), η κίνηση των ελληνικών εταιρειών να ρίξουν σημαντικά τις τιμές πώλησης κ.λπ.
Ομαλοποίηση της ρευστότητας
Παρ' όλα αυτά, οι εξαγωγές και η υποκατάσταση των εισαγωγών δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να σταθεροποιήσουν την ελληνική οικονομία. Οι Έλληνες επιχειρηματίες πιστεύουν πως η έλλειψη ρευστότητας που επικρατεί εδώ και χρόνια στην οικονομία έχει επιδράσει ιδιαίτερα αρνητικά στην πραγματική οικονομία. Από τους αγρότες, που λόγω έλλειψης δανειοδότησης μείωσαν σε πολλές περιπτώσεις την παραγωγή τους, έως τις περιορισμένες δανειοδοτήσεις ακόμη και προς επιχειρήσεις με εξαγωγικό χαρακτήρα.
Τα νούμερα είναι αμείλικτα αφού η πιστωτική επέκταση (υπόλοιπα δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από το +21,1% του 2006, το +21,5% του 2007, το +15,9% του 2008 και το +4,1% του 2009 φτάσαμε στο 0% το 2010, στο -3,1% το 2011 και αναμένεται το 2012 να κλείσει με -5,5%. Με άλλα λόγια, ενώ οι τράπεζες πριν από την οικονομική κρίση «φούσκωναν» την ελληνική οικονομία με αυξημένα δάνεια της τάξεως των 35-40 δισ. ευρώ τον χρόνο, το 2012 όχι μόνο δεν θα δώσουν νέα δάνεια, αλλά αντίθετα αναμένεται να ρουφήξουν από την πραγματική οικονομία γύρω στα 10 δισ. ευρώ…
Για το 2013, πάντως, ελπίζεται μια -σχετική τουλάχιστον- ομαλοποίηση της κατάστασης, μετά την εισροή καταθέσεων που παρατηρείται μετεκλογικά, αλλά και μετά την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που ελπίζεται να έχει ολοκληρωθεί μέσα στους πρώτους μήνες του 2013. Θετικά θα επηρεάσει την αγορά και η εισροή δανειακών πόρων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Το στοίχημα των επιτοκίων
Βραχνάς σήμερα, πλέον, τόσο για τις επιχειρήσεις όσο στην ουσία και για το ίδιο το τραπεζικό σύστημα της χώρας μεσοπρόθεσμα είναι τα πολύ υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, σε μια περίοδο όπου τα ευρωπαϊκά επιτόκια γράφουν ιστορικά χαμηλά, και μάλιστα με πτωτική περαιτέρω τάση.
Με βάση τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, τα επιτόκια των δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανέρχονταν κατά μέσο όρο το 2010 στο 6,14%, το 2011 ανήλθαν στο 7,46% και τον Απρίλιο του 2012 είχαν διαμορφωθεί στο 7,71%. Στην πράξη, το κόστος του χρήματος είναι ακόμη πιο μεγάλο αν συνεκτιμηθεί μια σειρά δαπανών και φόρων. Τα επιτόκια αυτά είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με εκείνα που δανείζονται άλλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να ψαλιδίζεται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Πάντως, οι αισιόδοξοι πιστεύουν σε μια αποκλιμάκωση των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων μέσα στους επόμενους μήνες, ιδίως αν μειωθεί ο κίνδυνος εξόδου της χώρας από το ευρώ και αν ολοκληρωθεί με επιτυχία η επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
Πιθανή υποχώρηση των επιτοκίων π.χ. κατά 1%-2% θα μπορούσε να σημάνει εξοικονόμηση δαπανών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις της τάξεως των 1-3 δισ. ευρώ τον χρόνο.
ΕΣΠΑ - ιδιωτικοποιήσεις - επενδύσεις
Όσο θετικά και να επιδράσουν, πάντως, τα προηγούμενα, το αποτέλεσμα θα είναι ιδιαίτερα φτωχό αν η κυβέρνηση δεν εντείνει τις προσπάθειές της στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ, στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και στην προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό.
Όσο και αν γράφονται πολλά, το επενδυτικό ενδιαφέρον των ξένων εστιάζει σε περιορισμένους τομείς, όπως ο τουρισμός και οι υποδομές. Ενδεικτικό, άλλωστε, είναι και το ενδιαφέρον που έχει εκφραστεί για την αξιοποίηση συγκεκριμένων κρατικών ακινήτων. Τα τιμήματα τη συγκεκριμένη περίοδο δεν μπορεί να είναι μεγάλα -κάθε άλλο μάλιστα-, ωστόσο πολύ μεγαλύτερα οφέλη θα προκύψουν μέσα στα επόμενα χρόνια από τις επενδύσεις που θα ακολουθήσουν από τους ξένους προκειμένου να αξιοποιήσουν τα συγκεκριμένα ακίνητα.
Στην πράξη, η επανεκκίνηση των μεγάλων αυτοχρηματοδοτούμενων οδικών αξόνων θα μπορούσε να τονώσει σημαντικά το ΑΕΠ από τα μέσα του 2013, ενώ οι άλλες αξιοποιήσεις ακινήτων είναι ζήτημα αν θα αρχίσουν να προσφέρουν δουλειές μέσα στην επόμενη χρονιά.
Επαναδιαπραγμάτευση μνημονίου
Παράγοντες των επιχειρήσεων θα επιθυμούσαν ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και γενικότερα χαλάρωμα της δημοσιονομικής πολιτικής τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, δεν μπορούν να αξιολογήσουν το πόσο θετικά θα συμβάλει μια αλλαγή των όρων του μνημονίου, όχι μόνο επειδή είναι αβέβαιη η στάση των Ευρωπαίων εταίρων μας, αλλά και γιατί είναι άγνωστο το περιεχόμενο των όποιων ενδεχόμενων αλλαγών.
Πάντως, οι Έλληνες επιχειρηματίες θα έβλεπαν θετικά οτιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το ύψος του χρέους και το κονδύλι των τόκων καθώς και οποιαδήποτε χρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων από το εξωτερικό.
Στ.Κοτζαμάνης