- Η ενότητα της τρόικας για την Ελλάδα έχει διαρραγεί.
- Μέχρι τώρα ήταν κοινό μυστικό, ωστόσο η χθεσινή κόντρα Γιούνκερ-Λαγκάρντ απλώς "επισημοποίησε" το γεγονός.
- Η ουσία της διαμάχης και το θέμα του χρέους.
Δεν υποστηρίζει κανείς ότι τα στελέχη της τρόικας δεν πέφτουν ποτέ έξω. Συνήθως, όμως, αποφεύγονται παιδικές συμπεριφορές και δημόσιες διαμάχες. Το βράδυ της... Δευτέρας, πάντως, υπήρξε μία αναζωογονητική αλλαγή. Η σύνοδος του Eurogroup, αν και δεν κατέληξε σε κάποια σημαντική συμφωνία, κατάφερε να ξεχωρίσει από κάθε άλλη συνάντηση παρόμοιου τύπου με έναν δημόσιο καυγά ανάμεσα στον πρόεδρο του Eurogroup Jean Claude Juncker -που είχε πει την αλησμόνητη φράση "όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, απλώς δεν ξέρουμε πώς θα επανεκλεγούμε μετά"- και την Christine Lagarde του ΔΝΤ.
Η ουσία της διαμάχης μπορεί να μοιάζει ασήμαντη, σε σημείο αστειότητας. Αφορά το εάν η Ελλάδα θα πετύχει τον στόχο της μείωσης του ΑΕΠ στο 120% του το 2020 ή το 2022.
Δεδομένων των αβεβαιοτήτων που υπάρχουν κατά την πρόβλεψη της δυναμικής ενός χρέους, οι προβλέψεις αυτές είναι τόσο έγκυρες όσο και η πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος στην πολιτεία της Φλόριντας. Ο ίδιος ο στόχος για μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ είναι αρκετά αυθαίρετος. Προφανώς βασίζεται σε κάτι που φαίνεται βιώσιμο στην Ιταλία, η οποία όμως είναι πολύ διαφορετική οικονομία, πολύ πιο ευέλικτη και με εγχώρια επενδυτική βάση που είναι δεσμευμένη στα ομόλογα.
Δεν είναι είδηση ότι υπάρχουν διαφωνίες στους κόλπους της τρόικας για το κενό χρηματοδότησης αναφορικά με την Ελλάδα και σχετικά με το ποιος θα κληθεί να το καλύψει. Εδώ και περίπου έναν χρόνο το ΔΝΤ αρνείται να υποκύψει στις πιέσεις που ασκούνται, τουλάχιστον κεκλεισμένων των θυρών, και δείχνει ότι είναι υπεραισιόδοξες οι προβλέψεις της τρόικας ως προς το χρέος και το έλλειμμα.
Παρ' όλα αυτά, το ταμείο δέχθηκε να υποστηρίξει μία εμφανώς μη βιώσιμη αναθεώρηση του ελληνικού προγράμματος τον Μάρτιο, υπογράφοντας μία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους για την οποία στελέχη του είχαν σοβαρές επιφυλάξεις και προειδοποιούσαν ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους στόχους θα ανάγκαζε την Ελλάδα να προχωρήσει σε νέα μέτρα και την Ε.Ε. στο να δώσει νέα κεφάλαια. Τότε και η σχετική έκθεση του ΔΝΤ είχε αναφέρει:
«Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να τονιστεί ότι η εκτίμηση αυτή αφήνει ελάχιστα περιθώρια αν η εφαρμογή της πολιτικής και οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές μεταβλητές δεν εξελιχθούν βάσει προγράμματος και προβλέψεων. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να απαιτηθούν επιπλέον προσπάθειες από τις ελληνικές αρχές ή και τους Ευρωπαίους εταίρους τους».
Το μόνο νέο στοιχείο από τη διαφωνία της Δευτέρας είναι πως έγινε δημοσίως. Το ΔΝΤ χάραξε δημόσια κόκκινη γραμμή. Έτσι, όμως, οποιαδήποτε ενδεχόμενη υποχώρηση στο μέλλον θα είναι πασιφανής και πολύ πιο καταστροφική σε ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπιστία του θεσμού, που θα έπρεπε να λέει την αλήθεια στους έχοντες την εξουσία.
Πλέον, υπάρχει μακρά ιστορία από περιπτώσεις όπου το ταμείο χρησιμοποιήθηκε σαν ασπίδα από τις κυβερνήσεις που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης και οι οποίες αναγκάστηκαν να λάβουν αντιλαϊκά μέτρα χρησιμοποιώντας το ως δικαιολογία. Θα μπορούσε και τώρα να συμβαίνει το ίδιο. Να μιλά ανοιχτά δηλαδή το ΔΝΤ για την ανάγκη να διαγραφούν προηγούμενα δάνεια από τους πιστωτές της ευρωζώνης προς την Ελλάδα ώστε να βοηθήσει στη δημόσια αποδοχή σε χώρες όπως, επί παραδείγματι, η Γερμανία.
Δύσκολα, όμως, εκτιμά κανείς ότι η διαμάχη Juncker - Lagarde βοηθά αντί να εμποδίζει την επίτευξη συμφωνίας. Ακόμη πιο δύσκολα εκτιμά κανείς ότι πρόκειται για έναν καλά οργανωμένο καυγά για να επηρεαστεί η κοινή γνώμη. Η τρόικα θα πρέπει να υπογράψει μία έκθεση βιωσιμότητας του χρέους - στην υφιστάμενη έκθεση αυτό το κομμάτι έχει παραλειφθεί.
Στην έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνονται δύσκολοι αριθμοί. Κάποιος θα πρέπει να υποχωρήσει: το ΔΝΤ ή το Εurogroup. Έτσι, όμως, θα αποδυναμωθεί όχι μόνο αυτός που υποχωρεί, αλλά και η εικόνα της ενότητας στην τρόικα. Δεν είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να παίζεται το παιχνίδι.
ΠΗΓΗ: FT.com