Τα μέτρα ναι,είναι πολύ πιθανόν ότι θα ψηφιστούν. Το θέμα είναι με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα καταστεί δυνατό να εφαρμοστούν, χωρίς να ξεχειλίσει η δυσαρέσκεια πολύ μεγάλου μέρους της κοινωνίας.
Στο ερώτημα αυτό οι απαντήσεις που δίνουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά και καθένας από τους βουλευτές τους, δεν είναι καθόλου ίδιες.
Η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται ότι στο...διάστημα της συγκυβέρνησης οι απώλειές της είναι μικρές. Στην ουσία έχει καταφέρει να γίνει προνομιακός εκφραστής του τμήματος της κοινωνίας που φοβάται την έξοδο από το ευρώ, πολύ περισσότερο από τις επιπτώσεις της παραμονής στο νόμισμα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ανακούφιση στην πλειονότητα των βουλευτών της, καθώς διατηρείται μια εκλογική βάση στην οποία μπορούν να στηριχθούν.
Σε ό,τι αφορά όμως τη ΔΗΜΑΡ, κι ακόμη περισσότερο το ΠΑΣΟΚ, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική.
Στην πρώτη περίπτωση, οι φυγόκεντρες δυνάμεις είναι μεν ισχυρές, πλην όμως -με μία-δύο εξαιρέσεις- οι αποφάσεις λαμβάνονται συντεταγμένα, καθώς το κόμμα είναι νεοπαγές και όλοι αντιλαμβάνονται ότι τυχόν ρήξεις θα επηρεάσουν δυσμενώς το όποιο μέλλον του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείονται μεμονωμένα κρούσματα.
Στη δεύτερη περίπτωση, η συνοχή του εκλογικά συντετριμμένου ΠΑΣΟΚ κρέμεται πλέον από μια κλωστή, ενθαρρύνοντας τις προσωπικές στρατηγικές, συχνά και με στοιχεία απόλυτου αιφνιδιασμού.
Κοινό σημείο αμφότερων των κομμάτων είναι ότι προσπαθούν να αποφύγουν τη μοίρα του «κολαούζου». Έχουν ανάγκη να δικαιολογήσουν την ψήφο που έλαβαν «κάνοντας τη διαφορά» στη συγκυβέρνηση.
Με απλά λόγια, χρειάζονται μια μικρή έστω διαπραγματευτική νίκη απέναντι στους δανειστές για να αιτιολογήσουν την πολιτική τους παρουσία, αλλά και για να περισώσουν το σοσιαλιστικό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) προφίλ τους.
Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει ότι κατόπιν της προσωπικής μετάλλαξης του Αντώνη Σαμαρά, κι έχοντας οικειοποιηθεί την πολιτική Στουρνάρα, απομακρύνεται από το όραμα της «λαϊκής δεξιάς», τουλάχιστον σε ό,τι έχει σχέση με την ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.
Προσδοκία της είναι ότι η Ευρώπη θα παίξει γενναιόδωρα το παιχνίδι του «δούναι και λαβείν» ώστε να εξαργυρωθεί η συμφωνία επί των μέτρων, με αντιπαροχές που θα «εκτονώσουν» και θα δώσουν ελπίδα σε ένα μέρος της κοινωνίας, με επίκεντρο τη μεσαία τάξη και την «αγορά».
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η ΔΗΜΑΡ πήρε την πρωτοβουλία της διαφοροποίησης, ανοίγοντας το γνωστό θέμα με τα εργασιακά.
Δημιούργησε όμως αντανακλαστική αντίδραση στο ΠΑΣΟΚ, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν την άτεγκτη στάση Κουβέλη - και είχαν ως πρώτο αποτέλεσμα τις…καραμπόλες στα επιμέρους άρθρα του σχεδίου νόμου περί αποκρατικοποιήσεων.
Η αντίδραση αυτή εντός του ΠΑΣΟΚ δεν είναι δυσεξήγητη. Τα δύο κόμματα παρουσιάζουν επικίνδυνη «εγγύτητα» ως προς το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται, που σημαίνει ότι οι «πόντοι» που κερδίζει το ένα συχνά πρέπει να αφαιρεθούν από το άλλο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δείχνει αποφασισμένη να προχωρήσει στην ψήφιση των νέων μέτρων σε ένα άρθρο, ενώ η ΔΗΜΑΡ έχει δηλώσει ανοικτά ότι θα καταψηφίσει, θέτει το εύθραυστο σήμερα ΠΑΣΟΚ σε ασφυκτική πίεση, αναδεικνύοντας τη συνοχή του σε κύριο αστάθμητο παράγοντα των εξελίξεων.
Ήδη αρκετοί βουλευτές (αλλά και προβεβλημένα στελέχη) του κινήματος φλερτάρουν λιγότερο ή περισσότερο ανοικτά είτε με την ιδέα της συγκρότησης ενός νέου σχηματισμού, είτε με την προοπτική «μεταγραφής» σε άλλο υφιστάμενο σχηματισμό.
Κι αν για ορισμένους εξ αυτών ο φυσικός χώρος μετατοπίζεται προς τα δεξιά, σε κάποιους άλλους γίνεται ολοένα περισσότερο αισθητή η έλξη που ασκείται από τον μαγνήτη της πιο «δυναμικής» Αριστεράς...
Γ.Παπανικολάου