Όταν σήμερα ορισμένες πλευρές του πολιτικού συστήματος κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το ενδεχόμενο «αφελληνισμού» του τραπεζικού συστήματος, τι ακριβώς προσπαθούν να διαφυλάξουν;
Αν υπάρχει ένα ζητούμενο σήμερα στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι άλλο από το πώς θα βγει η χώρα από τη βαθιά ύφεση και την ανεργία που μαστίζει τους κατοίκους της.
Όλα τα υπόλοιπα έπονται και θα... απαντηθούν και αυτά με τη σειρά τους, μόνον όταν η οικονομία δει το πρώτο φως της ανάκαμψης και της σταδιακής εξόδου της από την κρίση.
Για να απαντηθεί, όμως, αυτό το μέγα ζητούμενο, απαιτούνται κεφάλαια, και δη πολλά.
Απαιτείται, με άλλα λόγια, η συνέχιση της διαδικασίας σταδιακής αποκατάστασης της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης προς τη χώρα και το πιστωτικό της σύστημα.
Μόνον έτσι θα συνεχιστεί η επιστροφή του αποταμιεύματος στις τράπεζες και θα ενισχυθεί ο ρόλος του ως μοχλού χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ήδη, όπως είπε χθες ενώπιον κοινοβουλευτικού ακροατηρίου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλος, 19 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, έχουν επιστρέψει με τη μορφή καταθέσεων στις τράπεζες.
Αν μείνουμε στη ρότα που ακολουθούμε, η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί παρέχοντας χρήματα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να ξαναμπεί η χώρα στον ενάρετο κύκλο της παραγωγής, των εξαγωγών και της κατανάλωσης, στον βαθμό βεβαίως που θα μετριαστεί και η παρούσα λαίλαπα της υπερφορολόγησης…
Η επιστροφή σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο, όμως, προϋποθέτει ότι το τραπεζικό σύστημα θα αφεθεί να λειτουργήσει με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, απαλλαγμένο από τους ρόλους που το ανάγκαζε να υποδυθεί, επί σειρά ετών, το ελληνικό κράτος.
Εάν σήμερα χρήζουν ανακεφαλαιοποίησης οι συστημικές τράπεζες ή εάν σειρά άλλων έχει ήδη οδηγηθεί στα χέρια του ΤΧΣ, τούτο οφείλεται σε σειρά λόγων, κυριότερος των οποίων αναδεικνύεται η σχέση του τραπεζικού συστήματος με το κράτος και τις πελατειακές του ανάγκες.
Επί σειρά ετών το ελληνικό δημόσιο εξυπηρετούσε τις δανειακές του ανάγκες εκδίδοντας ομόλογα τα οποία απορροφούσε το τραπεζικό σύστημα, για να τα «παρκάρει» στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να επωφεληθεί της διαφοράς επιτοκίου.
Ανταλλάγματα στη σχέση αυτή υπήρχαν προφανώς πολλά και συμπεριελάμβαναν τόσο τη μία πλευρά όσο και την άλλη.
Θαλασσοδάνεια σε ημετέρους και σε κόμματα, προσλήψεις, αλλά και ανοχή από την πλευρά του κράτους σε αθέμιτες πρακτικές εκ μέρους των τραπεζών, για να αναφέρουμε μόνον ορισμένα…
Όταν σήμερα ορισμένες πλευρές του πολιτικού συστήματος κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το ενδεχόμενο «αφελληνισμού» του τραπεζικού συστήματος, ακριβώς αυτές τις σχέσεις προσδοκούν να αναβιώσουν.
Το ερώτημα σήμερα δεν αφορά στην ταυτότητα του τραπεζικού συστήματος, η οποία ούτως ή άλλως εδώ και αρκετά χρόνια είναι ιδιωτική και σε μεγάλο βαθμό αλλοδαπή, αλλά κυριότερα στην ευρωστία του και στην ταχύτητα με την οποία αυτό μπορεί να επιστρέψει στις φυσιολογικές του λειτουργίες.
Δηλαδή, στην παροχή χρηματοδότησης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στη βάση ορθών τραπεζικών πρακτικών.
Κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο κύριος άξονας λειτουργίας των τραπεζών δεν θα αφορά στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κράτους, αλλά στην προάσπιση του συμφέροντος μετόχων και πελατών.
Όλα αυτά, βέβαια, υπό τον όρο επιστροφής στην «ομαλότητα» τόσο της χώρας μας, όσο και της νομισματικής ένωσης, της οποίας αποφασίσαμε να είμαστε μέλος…
Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση…
Ν.Γ.Δρόσος
Αν υπάρχει ένα ζητούμενο σήμερα στην Ελλάδα, αυτό δεν είναι άλλο από το πώς θα βγει η χώρα από τη βαθιά ύφεση και την ανεργία που μαστίζει τους κατοίκους της.
Όλα τα υπόλοιπα έπονται και θα... απαντηθούν και αυτά με τη σειρά τους, μόνον όταν η οικονομία δει το πρώτο φως της ανάκαμψης και της σταδιακής εξόδου της από την κρίση.
Για να απαντηθεί, όμως, αυτό το μέγα ζητούμενο, απαιτούνται κεφάλαια, και δη πολλά.
Απαιτείται, με άλλα λόγια, η συνέχιση της διαδικασίας σταδιακής αποκατάστασης της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης προς τη χώρα και το πιστωτικό της σύστημα.
Μόνον έτσι θα συνεχιστεί η επιστροφή του αποταμιεύματος στις τράπεζες και θα ενισχυθεί ο ρόλος του ως μοχλού χρηματοδότησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Ήδη, όπως είπε χθες ενώπιον κοινοβουλευτικού ακροατηρίου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Προβόπουλος, 19 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1,5 δισ. ευρώ τον Μάρτιο, έχουν επιστρέψει με τη μορφή καταθέσεων στις τράπεζες.
Αν μείνουμε στη ρότα που ακολουθούμε, η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί παρέχοντας χρήματα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε να ξαναμπεί η χώρα στον ενάρετο κύκλο της παραγωγής, των εξαγωγών και της κατανάλωσης, στον βαθμό βεβαίως που θα μετριαστεί και η παρούσα λαίλαπα της υπερφορολόγησης…
Η επιστροφή σε αυτόν τον ενάρετο κύκλο, όμως, προϋποθέτει ότι το τραπεζικό σύστημα θα αφεθεί να λειτουργήσει με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, απαλλαγμένο από τους ρόλους που το ανάγκαζε να υποδυθεί, επί σειρά ετών, το ελληνικό κράτος.
Εάν σήμερα χρήζουν ανακεφαλαιοποίησης οι συστημικές τράπεζες ή εάν σειρά άλλων έχει ήδη οδηγηθεί στα χέρια του ΤΧΣ, τούτο οφείλεται σε σειρά λόγων, κυριότερος των οποίων αναδεικνύεται η σχέση του τραπεζικού συστήματος με το κράτος και τις πελατειακές του ανάγκες.
Επί σειρά ετών το ελληνικό δημόσιο εξυπηρετούσε τις δανειακές του ανάγκες εκδίδοντας ομόλογα τα οποία απορροφούσε το τραπεζικό σύστημα, για να τα «παρκάρει» στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να επωφεληθεί της διαφοράς επιτοκίου.
Ανταλλάγματα στη σχέση αυτή υπήρχαν προφανώς πολλά και συμπεριελάμβαναν τόσο τη μία πλευρά όσο και την άλλη.
Θαλασσοδάνεια σε ημετέρους και σε κόμματα, προσλήψεις, αλλά και ανοχή από την πλευρά του κράτους σε αθέμιτες πρακτικές εκ μέρους των τραπεζών, για να αναφέρουμε μόνον ορισμένα…
Όταν σήμερα ορισμένες πλευρές του πολιτικού συστήματος κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το ενδεχόμενο «αφελληνισμού» του τραπεζικού συστήματος, ακριβώς αυτές τις σχέσεις προσδοκούν να αναβιώσουν.
Το ερώτημα σήμερα δεν αφορά στην ταυτότητα του τραπεζικού συστήματος, η οποία ούτως ή άλλως εδώ και αρκετά χρόνια είναι ιδιωτική και σε μεγάλο βαθμό αλλοδαπή, αλλά κυριότερα στην ευρωστία του και στην ταχύτητα με την οποία αυτό μπορεί να επιστρέψει στις φυσιολογικές του λειτουργίες.
Δηλαδή, στην παροχή χρηματοδότησης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στη βάση ορθών τραπεζικών πρακτικών.
Κάτι το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο κύριος άξονας λειτουργίας των τραπεζών δεν θα αφορά στην εξυπηρέτηση των αναγκών του κράτους, αλλά στην προάσπιση του συμφέροντος μετόχων και πελατών.
Όλα αυτά, βέβαια, υπό τον όρο επιστροφής στην «ομαλότητα» τόσο της χώρας μας, όσο και της νομισματικής ένωσης, της οποίας αποφασίσαμε να είμαστε μέλος…
Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση…
Ν.Γ.Δρόσος