Λίγες μέρες μετά τον φόνο του Παύλου Φύσσα στην Αμφιάλη, σε συζήτηση μεταξύ γειτόνων για τις μορφές της πολιτικής βίας, φορτισμένη από αγανάκτηση αρκετών για ορισμένα "έργα" της Χρυσής Αυγής, είχε γίνει αναφορά και στην επίθεση στις Σκουριές όπου οι ένοπλοι προσωπιδοφόροι είχαν περιλούσει με βενζίνη τους εργαζόμενους απειλώντας να τους κάψουν ζωντανούς.
«Εκεί καλά τους έκαναν!», είχε δηλώσει μία των συνομιλητών, αριστερής τοποθέτησης...
Παραδόξως, ενώ η άποψη αυτή προϋπέθετε την παραδοχή ότι μέτρο της ηθικής διάστασης κάθε πράξης είναι αν αυτή... συμβάλλει ή όχι στον στόχο (κατά Μαρξ, στη νίκη της εργατικής τάξης) και όχι αν ανταποκρίνεται στο θετό δίκαιο ή σε κάποιες αιώνιες ή οικουμενικές αξίες, η συγκεκριμένη νέα γυναίκα είχε δυσκολία να αποδεχθεί ότι με αυτό το μέτρο θα ήταν για τους χρυσαυγίτες εξίσου ηθική η δική τους βία (όσο εκείνη στις Σκουριές για κάποιους συριζαίους). Όταν η προαγωγή του πολιτικού στόχου ανάγεται σε υπέρτατο κριτήριο, εκλείπει σχεδόν κάθε κοινός τόπος κρίσης μεταξύ των αντιπάλων: ο «πολιτικός» φόνος εξαγνίζεται ή καταδικάζεται ανάλογα με την ιδεολογία ή το συμφέρον.
Δεν είχα την ευκαιρία να συναντήσω την τότε συνομιλήτρια μετά τις προμελετημένες δολοφονίες στο Νέο Ηράκλειο, νομίζω όμως ότι οι αντιδράσεις της Αριστεράς, παρότι εν προκειμένω η καταδίκη υπήρξε ομόθυμη και ανεπιφύλακτη, καθρεφτίζουν γενικά κάποια αμηχανία –και αντίφαση υπερκείμενων παραδοχών- απέναντι σε περιστατικά πολιτικής εγκληματικής βίας.
Είναι ενδεικτικό ότι, σχεδόν κάθε φορά που η βία προέρχεται εξ αριστερών, η Αριστερά σπεύδει να τη χαρακτηρίσει «προβοκάτσια» (για να μην αναδεχθεί κανένα βάρος προάσπισής της), ενώ όποτε έχει δεξιά απόχρωση, τη στηλιτεύει διττά και ως έγκλημα και ως πράξη πολιτικού εκφοβισμού του λαού.
Όπως αναλόγως, όποτε τα θύματα είναι ενταγμένοι αριστεροί, αποτελούν πολιτικούς μάρτυρες που αρμόζει να τιμηθούν ως τέτοιοι, ενώ, αν είναι χρυσαυγίτες, κάθε προσπάθεια τιμής της μνήμης τους από την οργάνωσή τους αποτελεί «απόπειρα εκμετάλλευσης» (αν τα θύματα είναι αμέτοχοι στην πολιτική, όπως τα παιδιά της Μαρφίν, επιστρατεύεται η εκδοχή της προβοκάτσιας και λήγει το θέμα).
Τα παραπάνω δεν αναφέρονται με διάθεση ειρωνείας, αλλά μόνο ως επισήμανση ότι τείνουμε συχνά να αποδεχόμαστε εκδηλώσεις πολιτικής βίας χωρίς να συνειδητοποιούμε τι προϋποθέτει και τι συνεπάγεται (από ιδεολογική άποψη) η αποδοχή μας. Εξ ου και μόλις η βία φτάνει στον φόνο, η αμηχανία μας γίνεται έκδηλη.
Θα σημειώσω, εν προκειμένω, ότι η γενική «καταδίκη της βίας», με την οποία καρυκεύεται τα τελευταία χρόνια πάσα τοποθέτηση, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα από πολιτική και ιστορική άποψη. Οι κανόνες του ίδιου του συστήματος, υπό το οποίο ζούμε, αποτελούν θεσμοθετημένη βία. Στη δε ανθρώπινη ζωή η βία, «θεσμική» (όπως η κρατική ή η εμπόλεμη) ή μη, αποτελεί δυστυχώς διαρκές στοιχείο. Η βία παραμένει «μαμή της ιστορίας» - και η καταδίκη κάθε βίας σημαίνει, έστω σε κάποιο βαθμό, αποδοχή του στάτους κβο.
Για την ταυτότητα του λόγου, όμως, η αποδοχή της βίας είναι ατελής όταν δεν αναλύουμε την αιτία της «έγκρισης» και δεν αναλογιζόμαστε σε ποιο βαθμό η βία, που τυχόν αποδεχόμαστε, προάγει (ή δικαιολογείται από) τον πολιτικό στόχο που διακονούμε ή διανοίγει επικίνδυνες ατραπούς, ξένες προς τις πολιτικές μας παραδοχές ή στοχεύσεις. Εντύπωσή μου είναι ότι η στάθμιση αυτή, δύσκολη ασφαλώς, πνίγεται μέσα σε έναν πολτό διανοητικής και πολιτικής σύγχυσης και ανακολουθίας.
Με αποτέλεσμα να ακούγονται πολλά «επαναστατικά» (εκ δεξιών τε και αριστερών), αλλά να μη γίνεται συνειδητό ότι, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, οι περισσότεροι απ' όσους τα εκτοξεύουν υποστηρίζουν κατά βάθος αυτό το σύστημα - με τις τράπεζες, τα καταστήματα μόδας και τα ποικίλα ηλεκτρονικά γκάτζετς- επιδιώκοντας μεγαλύτερη ατομική ευημερία εντός του συστήματος και όχι την ριζική ανατροπή του υπέρ κάποιου άλλου με κουκούλες ή αγκυλωτούς σταυρούς ή σφυροδρέπανα...
Του κ.Δ.Καστριώτη
«Εκεί καλά τους έκαναν!», είχε δηλώσει μία των συνομιλητών, αριστερής τοποθέτησης...
Παραδόξως, ενώ η άποψη αυτή προϋπέθετε την παραδοχή ότι μέτρο της ηθικής διάστασης κάθε πράξης είναι αν αυτή... συμβάλλει ή όχι στον στόχο (κατά Μαρξ, στη νίκη της εργατικής τάξης) και όχι αν ανταποκρίνεται στο θετό δίκαιο ή σε κάποιες αιώνιες ή οικουμενικές αξίες, η συγκεκριμένη νέα γυναίκα είχε δυσκολία να αποδεχθεί ότι με αυτό το μέτρο θα ήταν για τους χρυσαυγίτες εξίσου ηθική η δική τους βία (όσο εκείνη στις Σκουριές για κάποιους συριζαίους). Όταν η προαγωγή του πολιτικού στόχου ανάγεται σε υπέρτατο κριτήριο, εκλείπει σχεδόν κάθε κοινός τόπος κρίσης μεταξύ των αντιπάλων: ο «πολιτικός» φόνος εξαγνίζεται ή καταδικάζεται ανάλογα με την ιδεολογία ή το συμφέρον.
Δεν είχα την ευκαιρία να συναντήσω την τότε συνομιλήτρια μετά τις προμελετημένες δολοφονίες στο Νέο Ηράκλειο, νομίζω όμως ότι οι αντιδράσεις της Αριστεράς, παρότι εν προκειμένω η καταδίκη υπήρξε ομόθυμη και ανεπιφύλακτη, καθρεφτίζουν γενικά κάποια αμηχανία –και αντίφαση υπερκείμενων παραδοχών- απέναντι σε περιστατικά πολιτικής εγκληματικής βίας.
Είναι ενδεικτικό ότι, σχεδόν κάθε φορά που η βία προέρχεται εξ αριστερών, η Αριστερά σπεύδει να τη χαρακτηρίσει «προβοκάτσια» (για να μην αναδεχθεί κανένα βάρος προάσπισής της), ενώ όποτε έχει δεξιά απόχρωση, τη στηλιτεύει διττά και ως έγκλημα και ως πράξη πολιτικού εκφοβισμού του λαού.
Όπως αναλόγως, όποτε τα θύματα είναι ενταγμένοι αριστεροί, αποτελούν πολιτικούς μάρτυρες που αρμόζει να τιμηθούν ως τέτοιοι, ενώ, αν είναι χρυσαυγίτες, κάθε προσπάθεια τιμής της μνήμης τους από την οργάνωσή τους αποτελεί «απόπειρα εκμετάλλευσης» (αν τα θύματα είναι αμέτοχοι στην πολιτική, όπως τα παιδιά της Μαρφίν, επιστρατεύεται η εκδοχή της προβοκάτσιας και λήγει το θέμα).
Τα παραπάνω δεν αναφέρονται με διάθεση ειρωνείας, αλλά μόνο ως επισήμανση ότι τείνουμε συχνά να αποδεχόμαστε εκδηλώσεις πολιτικής βίας χωρίς να συνειδητοποιούμε τι προϋποθέτει και τι συνεπάγεται (από ιδεολογική άποψη) η αποδοχή μας. Εξ ου και μόλις η βία φτάνει στον φόνο, η αμηχανία μας γίνεται έκδηλη.
Θα σημειώσω, εν προκειμένω, ότι η γενική «καταδίκη της βίας», με την οποία καρυκεύεται τα τελευταία χρόνια πάσα τοποθέτηση, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα από πολιτική και ιστορική άποψη. Οι κανόνες του ίδιου του συστήματος, υπό το οποίο ζούμε, αποτελούν θεσμοθετημένη βία. Στη δε ανθρώπινη ζωή η βία, «θεσμική» (όπως η κρατική ή η εμπόλεμη) ή μη, αποτελεί δυστυχώς διαρκές στοιχείο. Η βία παραμένει «μαμή της ιστορίας» - και η καταδίκη κάθε βίας σημαίνει, έστω σε κάποιο βαθμό, αποδοχή του στάτους κβο.
Για την ταυτότητα του λόγου, όμως, η αποδοχή της βίας είναι ατελής όταν δεν αναλύουμε την αιτία της «έγκρισης» και δεν αναλογιζόμαστε σε ποιο βαθμό η βία, που τυχόν αποδεχόμαστε, προάγει (ή δικαιολογείται από) τον πολιτικό στόχο που διακονούμε ή διανοίγει επικίνδυνες ατραπούς, ξένες προς τις πολιτικές μας παραδοχές ή στοχεύσεις. Εντύπωσή μου είναι ότι η στάθμιση αυτή, δύσκολη ασφαλώς, πνίγεται μέσα σε έναν πολτό διανοητικής και πολιτικής σύγχυσης και ανακολουθίας.
Με αποτέλεσμα να ακούγονται πολλά «επαναστατικά» (εκ δεξιών τε και αριστερών), αλλά να μη γίνεται συνειδητό ότι, κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον, οι περισσότεροι απ' όσους τα εκτοξεύουν υποστηρίζουν κατά βάθος αυτό το σύστημα - με τις τράπεζες, τα καταστήματα μόδας και τα ποικίλα ηλεκτρονικά γκάτζετς- επιδιώκοντας μεγαλύτερη ατομική ευημερία εντός του συστήματος και όχι την ριζική ανατροπή του υπέρ κάποιου άλλου με κουκούλες ή αγκυλωτούς σταυρούς ή σφυροδρέπανα...
Του κ.Δ.Καστριώτη