Μια προσφιλής θεωρία των οπαδών της βολικής αδράνειας υποστηρίζει πως η Ελλάδα έχει φτάσει στο σημείο που δεν αντέχει να κάνει άλλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Τη θεωρία αυτή υποστηρίζουν άνθρωποι που ανήκουν σε κομματικούς μηχανισμούς ή ζουν εμμέσως ή αμέσως από το κράτος. Είναι έτσι ή απλά βολεύει αυτή η θεωρία τους θερμούς οπαδούς της;
Άρθρο του κ.Αλ.Παπαχελά
Η Ελλάδα δεν σαρώνεται από κάποιο πλειοψηφικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα. Στον δημόσιο διάλογο υπερισχύουν η άρνηση, οι θεωρίες συνωμοσίας και η... διαμαρτυρία. Ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί που έχουν ειλικρινή μεταρρυθμιστικό λόγο, ακόμη λιγότεροι εκείνοι που τον μετουσιώνουν σε πράξεις. Το χειρότερο είναι ότι η έννοια των μεταρρυθμίσεων έχει μπει σε ένα μπλέντερ μαζί με το Μνημόνιο και την τρόικα και έχει σπιλωθεί για τα καλά. Ο κόσμος δικαιολογημένα πια ακούει μεταρρύθμιση και ψάχνει να δει πόσα λεφτά του λείπουν.
Μεταρρυθμιστικό ρεύμα δεν υπάρχει, λοιπόν, γιατί οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς για να κάνουν τις αλλαγές που χρειάζονται, γιατί είναι λίγοι εκείνοι που τις ευαγγελίζονται και γιατί έχουμε εισέλθει στη φάση της ενστικτώδους αντίδρασης σε οτιδήποτε προέρχεται «απ’ έξω».
Τώρα βεβαίως οι έξω μας βλέπουν και αναρωτιούνται: «Μήπως και δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να γίνουν μοντέρνα χώρα; Πολιτικούς-μάνατζερ δεν έχουν. Κράτος ικανό να φέρει γρήγορα αποτελέσματα στη φοροδιαφυγή ή την απελευθέρωση κλάδων επίσης δεν υπάρχει. Και ο επιχειρηματικός κόσμος είναι αδρανής και όχι πάντοτε σαφής για το τι θέλει για το μέλλον της χώρας». Και εκεί αρχίζει πάλι η συζήτηση για το αν η Ελλάδα ανήκει πραγματικά στο ευρώ ή όχι. Αυτά συζητούν πίσω από κλειστές πόρτες κορυφαίοι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον και θέτουν το ερώτημα: «Εχει η Ελλάδα όλα αυτά που απαιτούνται για την επόμενη φάση ευρωπαϊκής ενοποίησης;».
Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα είναι και δικό μας, εμείς πρέπει να το απαντήσουμε. Εμείς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τους εθνικούς μας στόχους, μέχρι πού θέλουμε να πάμε, τι μας συμφέρει και τι αντέχουμε. Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Ισως να μας αρέσει να είμαστε στο σημερινό επίπεδο διαβίωσης και κουτσά-στραβά να κοιτάξουμε να επιβιώσουμε χωρίς πολλές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Αν δούμε ότι μας «παίρνει» μένουμε στο ευρώ, αν όχι κοιτάμε τις εναλλακτικές επιλογές.
Αυτή η συζήτηση με θυμώνει, και σε σχέση με τους μέσα και σε σχέση με τους έξω. Με τους μέσα γιατί η ηγετική κάστα αυτής της χώρας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αριστερή διανόηση και πολιτική τάξη, πιστεύει ότι «καλά είμαστε». Με τους έξω γιατί παραγνωρίζουν μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων που δουλεύουν σκληρά, στο Δημόσιο, στον ιδιωτικό τομέα, στα νοσοκομεία κ.α. και οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους ξένους συναδέλφους τους. Αν τους αφήναμε μόνους τους να στήσουν και να διοικήσουν ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσιους φορείς θα το έκαναν εξαιρετικά και θα έκαναν και μάθημα στην τρόικα. Δεν μπορούν όμως. Γιατί το άρρωστο κράτος και η λαμογιά πνίγουν τον υγιή ιδιωτικό τομέα. Και οι φαύλοι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, η «βαβούρα των καναλιών» ρουφάνε κάθε θετική ενέργεια από όποιον έχει κέφι και μεράκι να κάνει τη δουλειά του στο Δημόσιο. Αυτή η χώρα αξίζει κάτι πολύ καλύτερο. Θα είναι κρίμα να πέσει στην παγίδα εκείνων που θέλουν τη συνέχιση της δημοκρατίας των φίλων και κολλητών, όπως περιγράφει τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία ο ιστορικός Κώστας Κωστής...
Άρθρο του κ.Αλ.Παπαχελά
Η Ελλάδα δεν σαρώνεται από κάποιο πλειοψηφικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα. Στον δημόσιο διάλογο υπερισχύουν η άρνηση, οι θεωρίες συνωμοσίας και η... διαμαρτυρία. Ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί που έχουν ειλικρινή μεταρρυθμιστικό λόγο, ακόμη λιγότεροι εκείνοι που τον μετουσιώνουν σε πράξεις. Το χειρότερο είναι ότι η έννοια των μεταρρυθμίσεων έχει μπει σε ένα μπλέντερ μαζί με το Μνημόνιο και την τρόικα και έχει σπιλωθεί για τα καλά. Ο κόσμος δικαιολογημένα πια ακούει μεταρρύθμιση και ψάχνει να δει πόσα λεφτά του λείπουν.
Μεταρρυθμιστικό ρεύμα δεν υπάρχει, λοιπόν, γιατί οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους πολιτικούς για να κάνουν τις αλλαγές που χρειάζονται, γιατί είναι λίγοι εκείνοι που τις ευαγγελίζονται και γιατί έχουμε εισέλθει στη φάση της ενστικτώδους αντίδρασης σε οτιδήποτε προέρχεται «απ’ έξω».
Τώρα βεβαίως οι έξω μας βλέπουν και αναρωτιούνται: «Μήπως και δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να γίνουν μοντέρνα χώρα; Πολιτικούς-μάνατζερ δεν έχουν. Κράτος ικανό να φέρει γρήγορα αποτελέσματα στη φοροδιαφυγή ή την απελευθέρωση κλάδων επίσης δεν υπάρχει. Και ο επιχειρηματικός κόσμος είναι αδρανής και όχι πάντοτε σαφής για το τι θέλει για το μέλλον της χώρας». Και εκεί αρχίζει πάλι η συζήτηση για το αν η Ελλάδα ανήκει πραγματικά στο ευρώ ή όχι. Αυτά συζητούν πίσω από κλειστές πόρτες κορυφαίοι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον και θέτουν το ερώτημα: «Εχει η Ελλάδα όλα αυτά που απαιτούνται για την επόμενη φάση ευρωπαϊκής ενοποίησης;».
Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα είναι και δικό μας, εμείς πρέπει να το απαντήσουμε. Εμείς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε τους εθνικούς μας στόχους, μέχρι πού θέλουμε να πάμε, τι μας συμφέρει και τι αντέχουμε. Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Ισως να μας αρέσει να είμαστε στο σημερινό επίπεδο διαβίωσης και κουτσά-στραβά να κοιτάξουμε να επιβιώσουμε χωρίς πολλές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Αν δούμε ότι μας «παίρνει» μένουμε στο ευρώ, αν όχι κοιτάμε τις εναλλακτικές επιλογές.
Αυτή η συζήτηση με θυμώνει, και σε σχέση με τους μέσα και σε σχέση με τους έξω. Με τους μέσα γιατί η ηγετική κάστα αυτής της χώρας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η αριστερή διανόηση και πολιτική τάξη, πιστεύει ότι «καλά είμαστε». Με τους έξω γιατί παραγνωρίζουν μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων που δουλεύουν σκληρά, στο Δημόσιο, στον ιδιωτικό τομέα, στα νοσοκομεία κ.α. και οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους ξένους συναδέλφους τους. Αν τους αφήναμε μόνους τους να στήσουν και να διοικήσουν ιδιωτικές εταιρείες ή δημόσιους φορείς θα το έκαναν εξαιρετικά και θα έκαναν και μάθημα στην τρόικα. Δεν μπορούν όμως. Γιατί το άρρωστο κράτος και η λαμογιά πνίγουν τον υγιή ιδιωτικό τομέα. Και οι φαύλοι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, η «βαβούρα των καναλιών» ρουφάνε κάθε θετική ενέργεια από όποιον έχει κέφι και μεράκι να κάνει τη δουλειά του στο Δημόσιο. Αυτή η χώρα αξίζει κάτι πολύ καλύτερο. Θα είναι κρίμα να πέσει στην παγίδα εκείνων που θέλουν τη συνέχιση της δημοκρατίας των φίλων και κολλητών, όπως περιγράφει τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία ο ιστορικός Κώστας Κωστής...