Στο ροκ μπαρ κοντά στον σταθμό των ΚΤΕΛ, ο Νίκος κι ο Κώστας κάθε βράδυ πίνουν τεκίλα κάνοντας σχέδια. Αλλά τα σχέδιά τους δεν μοιάζουν με εκείνα των άλλων νεαρών. Ο Νίκος Παλαιοκώστας στα 20 του κάθεται με τον Κώστα Σαμαρά, που αργότερα θα κλέβει τράπεζες και θα γράφει στο κελί του βιβλία. Παιδιά ακόμη, οι δυο τους κλειδώνουν στο τμήμα όλους τους αστυνομικούς της Ελασσόνας, για να διαρρήξουν το δίπλα κοσμηματοπωλείο.
Δέκα χρόνια μετά, ο Νίκος θα πάει πρώτη φορά φυλακή, και πρώτη φορά θα αποδράσει. Εξω απ’ τη φυλακή, στην άλλη άκρη του σχοινιού που σκαρφαλώνει, ο μικρός του αδελφός, ο Βασίλης.. Η δική του σταδιοδρομία έχει μόλις αρχίσει. Οσοι ξέρουν τον Βασίλη, μιλούν για το «σύνδρομο του μικρού αδελφού». Τον μεγάλο, τον Νίκο, ο φίλος του ο Σαμαράς τον έλεγε «αγρίμι», με «σκέψη ακατέργαστη». Ο Νίκος άφησε το σχολείο, μπάρκαρε στα καράβια, δεν στέριωσε σε καμιά δουλειά, άρχισε τις ληστείες για τα λεφτά.
Ο Βασίλης όμως ήταν άλλη ράτσα: σαν να παρανομεί «για την εξέδρα». Στη φυλακή προτιμούσε τους αντιεξουσιαστές απ’ τους ποινικούς. Στο προαύλιο έβγαζε λόγους για την καταπίεση της εξουσίας. Στον Κορυδαλλό, στα Διαβατά, στην Κέρκυρα, όλοι τον σέβονταν. Γιατί ήξεραν πως πιο πολύ από τη λεία κάθε ληστείας, αυτό που ήθελε ήταν να ταπεινώνει τους αστυνομικούς.
Οι χωρικοί στα Τρίκαλα λένε άπειρες ιστορίες: για τις κοπέλες που προίκισαν τα αδέλφια Παλαιοκώστα με τα λύτρα του Χαΐτογλου, για τα λεφτά που βρίσκουν οι άποροι σε φακέλους μπρος στις πόρτες τους, για τ’ αυτοκίνητα που εξαφανίζονται και δύο μέρες μετά γυρίζουν πίσω.Η... φαντασία μεγαλουργεί όταν κεντάει πάνω στον μύθο του «καλού παράνομου». Μόνο που υπάρχουν και μερικές ιστορίες που είναι πραγματικές.
Το 1999 ο Βασίλης Παλαιοκώστας συνελήφθη στην παλιά εθνική οδό της Λαμίας. Το Χιουντάι του έφυγε μες στη βροχή κι έπεσε σ’ ένα χαντάκι. Προτού τον αναγνωρίσουν οι αστυνομικοί, χώθηκε σε ένα άλλο αυτοκίνητο. Ηταν εύκολο να ξεφύγει: είχε όπλο, μπορούσε να πάρει τους επιβάτες όμηρους. Αλλά οι επιβάτες ήταν μια μάνα με τα παιδιά της. Κι έτσι, ο Παλαιοκώστας παραδόθηκε. Είναι οι ίδιος άνθρωπος που στη Βέροια περίμενε την επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας για να «σηκώσει» την Εθνική Τράπεζα ώστε να το σκάσει μέσα στο μποτιλιάρισμα με ποδήλατο! Και που στην Καλαμπάκα πετούσε πίσω του πεντοχίλιαρα. Και όπως οι πολίτες έτρεχαν να τα πιάσουν, οι αστυνομικοί σκόνταφταν πάνω τους.
Μέχρι τις 4 Ιουνίου του 2006, ο Βασίλης ήταν ο «μικρός Παλαιοκώστας». Αλλά όταν το ελικόπτερο σηκώθηκε πάνω απ’ τον Κορυδαλλό, όλα άλλαξαν. Σύμπτωση ήταν. Το ελικόπτερο το έστειλε ο διαβόητος Βασίλης Στεφανάκος να πάρει τον Αλκέτ Ριζάι, κι αν ο Βασίλης απέδρασε μαζί του, ήταν γιατί ο Ριζάι τον σεβόταν. Αυτό, δεν ήταν σύμπτωση. Ακόμα κι ο Αλ. Χαΐτογλου είπε πως ο απαγωγέας του «είχε κάποιο επίπεδο ως άνθρωπος». Και ο Γ. Μυλωνάς πως «μαζί μου ήταν πολύ εντάξει». Προ ημερών ο Βασίλης ξαναείδε στο Εφετείο και τον πιλότο του ελικοπτέρου που είχε πάρει όμηρο. «Το ’χεις ακόμα το κομπολόι που σου ’δωσα εκείνη τη μέρα;» ρώτησε. Σχεδόν σαν να ήταν φίλοι από παλιά.
Τον χειροκροτούσαν.
Ο Βασίλης έβρισκε πάντα τον τρόπο να τρέφει τον μύθο του «Ρομπέν των φτωχών». Τώρα στα Τρίκαλα σχεδόν κανείς δεν θέλει να συλληφθεί ξανά. Οταν δραπέτευε απ’ τον Κορυδαλλό οι άλλοι κρατούμενοι χειροκροτούσαν. Και πριν από μερικές εβδομάδες ένα τσούρμο ανθρώπων είχε μαζευτεί έξω απ’ το Εφετείο όπου δικαζόταν. Οι φωνές «Βασίλη, κράτα γερά!» ακούγονταν μέχρι μέσα. Αλλά ένας μύθος για να επιβιώσει, θέλει κι έδαφος να φυτρώσει. Και σ’ ένα σύμπαν σαν το δικό μας, το ελληνικό, που κανείς πια δεν μοιάζει για ήρωας, ο μόνος που μπορεί να καλύψει το κενό, είναι κάποιος σαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα: ο άνθρωπος που προτίθεται να κάνει τα πάντα για να φωτίσει την ανικανότητα των υπόλοιπων.
Μαριλή Μαργωμένου.
Ο Βασίλης όμως ήταν άλλη ράτσα: σαν να παρανομεί «για την εξέδρα». Στη φυλακή προτιμούσε τους αντιεξουσιαστές απ’ τους ποινικούς. Στο προαύλιο έβγαζε λόγους για την καταπίεση της εξουσίας. Στον Κορυδαλλό, στα Διαβατά, στην Κέρκυρα, όλοι τον σέβονταν. Γιατί ήξεραν πως πιο πολύ από τη λεία κάθε ληστείας, αυτό που ήθελε ήταν να ταπεινώνει τους αστυνομικούς.
Οι χωρικοί στα Τρίκαλα λένε άπειρες ιστορίες: για τις κοπέλες που προίκισαν τα αδέλφια Παλαιοκώστα με τα λύτρα του Χαΐτογλου, για τα λεφτά που βρίσκουν οι άποροι σε φακέλους μπρος στις πόρτες τους, για τ’ αυτοκίνητα που εξαφανίζονται και δύο μέρες μετά γυρίζουν πίσω.Η... φαντασία μεγαλουργεί όταν κεντάει πάνω στον μύθο του «καλού παράνομου». Μόνο που υπάρχουν και μερικές ιστορίες που είναι πραγματικές.
Το 1999 ο Βασίλης Παλαιοκώστας συνελήφθη στην παλιά εθνική οδό της Λαμίας. Το Χιουντάι του έφυγε μες στη βροχή κι έπεσε σ’ ένα χαντάκι. Προτού τον αναγνωρίσουν οι αστυνομικοί, χώθηκε σε ένα άλλο αυτοκίνητο. Ηταν εύκολο να ξεφύγει: είχε όπλο, μπορούσε να πάρει τους επιβάτες όμηρους. Αλλά οι επιβάτες ήταν μια μάνα με τα παιδιά της. Κι έτσι, ο Παλαιοκώστας παραδόθηκε. Είναι οι ίδιος άνθρωπος που στη Βέροια περίμενε την επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας για να «σηκώσει» την Εθνική Τράπεζα ώστε να το σκάσει μέσα στο μποτιλιάρισμα με ποδήλατο! Και που στην Καλαμπάκα πετούσε πίσω του πεντοχίλιαρα. Και όπως οι πολίτες έτρεχαν να τα πιάσουν, οι αστυνομικοί σκόνταφταν πάνω τους.
Μέχρι τις 4 Ιουνίου του 2006, ο Βασίλης ήταν ο «μικρός Παλαιοκώστας». Αλλά όταν το ελικόπτερο σηκώθηκε πάνω απ’ τον Κορυδαλλό, όλα άλλαξαν. Σύμπτωση ήταν. Το ελικόπτερο το έστειλε ο διαβόητος Βασίλης Στεφανάκος να πάρει τον Αλκέτ Ριζάι, κι αν ο Βασίλης απέδρασε μαζί του, ήταν γιατί ο Ριζάι τον σεβόταν. Αυτό, δεν ήταν σύμπτωση. Ακόμα κι ο Αλ. Χαΐτογλου είπε πως ο απαγωγέας του «είχε κάποιο επίπεδο ως άνθρωπος». Και ο Γ. Μυλωνάς πως «μαζί μου ήταν πολύ εντάξει». Προ ημερών ο Βασίλης ξαναείδε στο Εφετείο και τον πιλότο του ελικοπτέρου που είχε πάρει όμηρο. «Το ’χεις ακόμα το κομπολόι που σου ’δωσα εκείνη τη μέρα;» ρώτησε. Σχεδόν σαν να ήταν φίλοι από παλιά.
Τον χειροκροτούσαν.
Ο Βασίλης έβρισκε πάντα τον τρόπο να τρέφει τον μύθο του «Ρομπέν των φτωχών». Τώρα στα Τρίκαλα σχεδόν κανείς δεν θέλει να συλληφθεί ξανά. Οταν δραπέτευε απ’ τον Κορυδαλλό οι άλλοι κρατούμενοι χειροκροτούσαν. Και πριν από μερικές εβδομάδες ένα τσούρμο ανθρώπων είχε μαζευτεί έξω απ’ το Εφετείο όπου δικαζόταν. Οι φωνές «Βασίλη, κράτα γερά!» ακούγονταν μέχρι μέσα. Αλλά ένας μύθος για να επιβιώσει, θέλει κι έδαφος να φυτρώσει. Και σ’ ένα σύμπαν σαν το δικό μας, το ελληνικό, που κανείς πια δεν μοιάζει για ήρωας, ο μόνος που μπορεί να καλύψει το κενό, είναι κάποιος σαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα: ο άνθρωπος που προτίθεται να κάνει τα πάντα για να φωτίσει την ανικανότητα των υπόλοιπων.
Μαριλή Μαργωμένου.