Του Ελευθέριου Τζιόλα,
Μέλος Εθν. Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,
π. Υφυπ. Εργασίας & Κοιν. Ασφαλίσεων
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ;
Είναι εφικτός ένας έντιμος συμβιβασμός στο ζήτημα της ονομασίας;
Ένας έντιμος συμβιβασμός για να πραγματοποιηθεί πρέπει να ικανοποιεί τους παρακάτω όρους:
Πρώτος: να είναι δυνατός, δηλαδή τα Σκόπια να τον αποδέχονται. Ως τέτοιος συμβιβασμός, π.χ., προτάθηκε μια μικτή ονομασία «Σλαβομακεδονία» ή «Nova – Macedonia».
Δεύτερος: με έναν τέτοιο συμβιβασμό να «κλείσει» το πρόβλημα οριστικά και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. Τρίτος: ότι μεσοπρόθεσμα το κράτος των Σκοπίων θα σταθεροποιεί και θα ξεπεράσει τον εσωτερικό εθνικισμό, που εκφράζεται προς τα έξω ως αλυτρωτισμός.
Τέταρτος: ότι οι εταίροι μας μετά από έναν τέτοιο συμβιβασμό θα εγγυηθούν αποτελεσματικά την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα, αν στο μέλλον το κράτος των Σκοπίων εγείρει και πάλι αλυτρωτικές επιδιώξεις και επαναλειτουργήσει αποσταθεριοποιητικά στην περιοχή.
Ας εξετάσουμε τους όρους κατ’ αντίστροφη σειρά. Οι εταίροι ούτε έχουν διάθεση, ούτε εγγυώνται τη μελλοντική συμπεριφορά των Σκοπίων. Κάθε σχετική φιλική δήλωση είναι, όπως και η ιστορία έχει δείξει, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Ο τέταρτος, επομένως, όρος δεν ισχύει.
Ούτε ο τρίτος όρος μπορεί να ισχύσει. Η πληθυσμιακή σύνθεση του κράτους αυτού είναι ρευστή. Είναι απολύτως βέβαιο ότι σε λιγότερο από δεκαπέντε (15) χρόνια ο αλβανόφωνος πληθυσμός θα αποτελεί απόλυτη πλειοψηφία (34%, σήμερα). Γεγονός ευρύτερης σημασίας, αφού ακόμα και σ’ ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος «Μακεδόνων», ο πληθυσμός του θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από Αλβανούς (στη γλώσσα, τη συνείδηση, τις επιδιώξεις), οι οποίοι μάλιστα από τώρα είναι οργανωμένοι σε «παράλληλη κοινωνία». Αυτό είναι σοβαρό αποσταθεροποιητικό στοιχείο, όταν μάλιστα οι υπόλοιποι πληθυσμοί δεν είναι συμπαγείς. Ειδικά, στους αυτοαποκαλούμενους «Μακεδόνες» οι δύο υποδιαιρέσεις: οι Βουλγαρίζοντες «Μακεδόνες» και οι άλλοι «Μακεδόνες» (διακριτοί και από τη Βουλγαρία, και από τη Σερβία, και από την Ελλάδα) είναι εξαιρετικά ασταθείς.
Αν, μάλιστα, συνεκτιμηθούν οι ανησυχητικές εξελίξεις στο γειτονικό Κόσσοβο, όπου σε αντίθεση με τις ισορροπίες και την ιστορία της περιοχής, προωθούνται σχέδια επικράτησης του αλβανικού επεκτατισμού, καθώς, επίσης, και οι ισχυρές τάσεις εθνικισμού στην ίδια την Αλβανία μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η Ελλάδα χρειάζεται να είναι και να δείχνει σταθερή, ισχυρή και αποτελεσματική δύναμη σ’ όλη την περιοχή.
Συμπεραίνοντας, ούτε ο τρίτος όρος – προοπτική σταθεροποίησης για το κράτος των Σκοπίων – ισχύει.
Ούτε, όμως, και ο δεύτερος όρος. Οι σχέσεις μας δεν πρόκειται να εξομαλυνθούν μ’ έναν συμβιβασμό στο όνομα. Η περίπτωση με τη Βουλγαρία είναι αποκαλυπτική. Παρά το γεγονός ότι η Σόφια πρώτη στον κόσμο τους αναγνώρισε και μάλιστα ως «Μακεδόνες» οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σε χαμηλό επίπεδο και καμία διμερής συμφωνία δεν προωθήθηκε ουσιαστικά, καθώς οι Βούλγαροι αρνούνται να αναγνωρίσουν «μακεδονική εθνική γλώσσα», διακριτή από τη βουλγαρική, – όπως εμείς αρνούμεθα να αναγνωρίσουμε «μακεδονική εθνότητα», διακριτή από το ελληνικό έθνος. Αλλά, και την «ενδιάμεση διμερή συμφωνία» (Σεπτέμβριος 1995), παρά τις όποιες θετικές πτυχές, η πλευρά των Σκοπίων παραβίασε συστηματικά. Ο επίσημος αλυτρωτισμός, ο αλυτρωτισμός σε μέσα ενημέρωσης και σε σχολικά βιβλία, η κάλυψη οργανώσεων «Μακεδόνων του Αιγαίου», η κυκλοφορία ανάλογων χαρτών, η σχετική προπαγάνδα αποτελούν ενέργειες παραβίασης της «ενδιάμεσης συμφωνίας».
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι από τα Σκόπια πραγματική διάθεση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης δεν υπάρχει. Τις σπάνιες φορές που επιδείχθηκε (με σημαντικότερη, ίσως, εκείνη του 2003) περιορίσθηκε σε παρασκηνιακό επίπεδο. Η ερμηνεία αυτής της ακαμψίας είναι καίρια: αν το «Μακεδονικό ιδεολόγημα» είναι τόσο σημαντικό, όσο δηλώνεται ότι είναι, για την ύπαρξη και το μέλλον του νεοπαγούς κράτους, τότε δεν είναι προς διαπραγμάτευσιν! Όχι γιατί η ηγεσία του είναι αδιάλλακτη – και πιθανόν, στο μέλλον, μια άλλη θα είναι διαλλακτική –, αλλά γιατί δεν μπορεί να διαπραγματευθεί τις θεμελιώδεις συνθήκες της ύπαρξής του. Επίσης, αν τα Σκόπια, έτσι κι αλλιώς, ως ενιαίο κράτος έχουν πρόβλημα εσωτερικής συνοχής, ακόμα κι αν αναγνωρίζονταν διεθνώς ως η μία και αδιαίρετη «Μακεδονία», τότε θα έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα αν δεχθούν αλλοιώσεις στον «εθνικό τους χαρακτήρα» (=συμβιβασμός σε μικτή ονομασία).
Τα συμπεράσματα λοιπόν είναι καθαρά: ο έντιμος συμβιβασμός είναι έξω από τα διαπραγματευτικά όρια των Σκοπίων, αν γινόταν δεν θα εξομάλυνε τις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά κι αν εξομάλυνε τις σχέσεις δεν θα σταθεροποιούσε τις ρευστές ισορροπίες στα Σκόπια που λειτουργούν αποσταθεροποιητικά και για την ευρύτερη περιοχή, ούτε και θα εξασφαλίζονταν εγγυήσεις από τους εταίρους μας.
Συνεπώς, η εκλογή ενός έντιμου συμβιβασμού δεν υφίσταται, και, πάντως, δεν πρόκειται να έχει τις θετικές επιπτώσεις όσων τον προπαγανδίζουν.
2.Τι θα συμβεί αν όλες οι άλλες χώρες αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Εμείς τι θα κάνουμε;
Τίποτε ουσιαστικά διαφορετικό απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα.
Όπως έδειξε και η μέχρι τώρα πορεία, η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα να αναπτύξει τις σχέσεις της με τα βαλκανικά κράτη αφήνοντας σε εκκρεμότητα την υπόθεση των Σκοπίων. «Εκκρεμότητα» έτσι κι αλλιώς, αν και για διαφορετικούς λόγους, και για τα υπόλοιπα κράτη. Αν τα Σκόπια αναγνωρισθούν διεθνώς ως «Μακεδονία», το βασικό είναι να μην βάλουμε εμείς την υπογραφή μας. Και να εξηγήσουμε καθαρά προς κάθε κατεύθυνση τους πραγματικούς λόγους αυτής της στάσης μας. Τίποτε δεν μας υποχρεώνει να το κάνουμε και τίποτε δεν θα χάσουμε αν δεν το κάνουμε.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Εκτός από την «μη αναγνώριση», έχουμε άλλες επιλογές; Ασφαλώς.
Σταθερή αναφορά στο επιχείρημα της σταθερότητας (της περιοχής, της Ευρώπης και διεθνώς). Τα επιχειρήματα Ιστορίας πρέπει να αναπτύσσονται, να επικαιροποιούνται και να διευρύνονται, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι λειτουργούν συμπληρωματικά. Τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι πολιτικά, επί των πραγματικών δεδομένων και εξελίξεων, με σαφήνεια και προοπτική. Δεν είναι δύσκολο να πείσουμε ότι τα Σκόπια είναι κράτος εγγενώς ασταθές. Μόλις, προ βδομάδων (31.10.2007) παραιτήθηκε ο Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου των Σκοπίων, και ένα ακόμα μέλος του, υπερασπιζόμενος «εθνικά δικαιώματα» της αλβανικής εθνότητας εντός των Σκοπίων. Η ίδια η Ε.Ε. προβληματίζεται σοβαρά για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων λόγω «αστάθειας» και «αποτελμάτωσης των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων». Επίσης, προ ημερών, το μεγαλύτερο κόμμα των Αλβανών στα Σκόπια ζήτησε τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, ενώ παράλληλα, οι μειονοτικοί Αλβανοί της Νότιας Σερβίας προέβαλαν το αίτημα για την ανύψωση της αλβανικής σημαίας στην περιοχή αυτή. Δεν είναι δύσκολο να δειχθεί ο αλυτρωτικός χαρακτήρας της νεοπαγούς κρατικής ιδεολογίας του. Δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι οι εσωτερικές συγκρούσεις εντός των Σκοπίων συσχετιζόμενες με αντίστοιχες της ευρύτερης περιοχής συνιστούν αστάθεια και πρόσθετους κινδύνους για τη Νότια Βαλκανική.
Η πρόταση της Ομοσπονδίας Καντονίων, εκτός από ρεαλιστική και δίκαιη, μπορεί να «απορροφήσει» την δυναμική της δημογραφικής εξέλιξης και να απονευρώσει το «Μακεδονικό ιδεολόγημα», το οποίο σταδιακά θα εγκαταλειφθεί αφού δεν θα εκφράζει ουσιαστικά τίποτε. Παράλληλα, η Ελλάδα, ως η μόνη χώρα χωρίς εδαφικές βλέψεις στο γεωγραφικό χώρο των Σκοπίων, μπορεί να διαμεσολαβήσει και να εγγυηθεί τις συμφωνίες για την ευρωπαϊκή πορεία και τη μετεξέλιξη τους.
Όταν ο υπουργός εξωτερικών των Σκοπίων μιλάει για «βέτο παράλογων ηττημένων» σημαίνει ότι κάτι δεν κάναμε μέχρι τώρα καλά και αποφασιστικά απέναντι τους – κι απέναντι στους «πάτρονες» –, ώστε να μετράνε όχι μόνο τα λόγια τους, αλλά και τις πολιτικές τους ενέργειες. Εν πάση περιπτώσει, είναι καιρός – όχι ακόμα πολύς – απέναντι στα μεγάλα λόγια, κι αντί για μεγάλα λόγια, να υπάρξει μια σχεδιασμένη και σταθερή εθνική πολιτική ισχύος.
Η ελληνική θέση για «βέτο», χωρίς μισόλογα και ταλαντεύσεις, πρέπει να διατυπωθεί με καθαρό και σαφή τρόπο απέναντι σε συγκεκριμένα ενδεχόμενα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι συνειδητοποιημένο, ότι η απειλή βέτο είναι αποτελεσματικότερο μέσο από την άσκησή του, και πάντως, δεν αποτελεί το μόνο και το ισχυρότερο μέσο πίεσης και διαπραγμάτευσης.
3. Μοιρολατρία ή αγώνας με σχέδιο;
Υπογραμμίζουμε ορισμένες τελικές παρατηρήσεις.
1. Στην περίπτωση που τα Σκόπια αναγνωρισθούν διεθνώς ως «Μακεδονία», θα υπάρξει ένταση της αλυτρωτικής τους πολιτικής σε βάρος της Ελλάδας. Είναι πολλαπλά προτιμότερο την περίοδο αυτή, της «επιθετικότητας», να κρατήσουμε τις διμερείς σχέσεις σε χαμηλό επίπεδο, έτσι ώστε, να μπορέσουμε να ανταλλάξουμε την άμβλυνση του αλυτρωτισμού τους με αναβαθμισμένη συνεργασία μαζί τους. Αντίθετα, αν κι εμείς τους αναγνωρίσουμε ως «Μακεδονία» ή αν οδηγηθούμε σ’ έναν εκβιασμένο συμβιβασμό, τότε μόνοι μας θα έχουμε νομιμοποιήσει έναν αλυτρωτισμό που στρέφεται εναντίον μας. Και στο μέλλον, δεν θα έχουμε απολύτως τίποτα να διαπραγματευτούμε. Κανένα πρόβλημα του παρόντος δεν θα έχουμε λύσει. Αντίθετα, θα το έχουμε υποθηκεύσει και ταυτόχρονα θα έχουμε πυροδοτήσει χειρότερα προβλήματα για το μέλλον.
Το παράδειγμα είναι ολοζώντανο: Ο πατήρ Μητσοτάκης (πρωθυπουργός το 1992) και η θυγατέρα Μητσοτάκη (υπουργός Εξωτερικών, σήμερα). Ο κ. Μητσοτάκης είχε πει τότε το περίφημο: «αυτή η υπόθεση σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί» και μετά από δεκαπέντε χρόνια αυτή την υπόθεση, καυτή και άλυτη, την έχει στα χέρια η θυγατέρα του. Η ιστορία αμείλικτη… Διδάσκει, αλλά και τιμωρεί…
2. Η γραμμή που προτάθηκε συνοπτικά στο κείμενο αυτό έχει ως σημαντική της διάσταση, επί της ουσίας, την αποσύνδεση της στάσης και της πολιτικής μας από την προοπτική αναγνώρισης των Σκοπίων (με οποιαδήποτε όνομα), χωρίς όμως να συγκαλύπτει τα προβλήματα (αυτά που σήμερα υπάρχουν και αυτά που κυοφορούνται). Παρέχει σοβαρούς βαθμούς ελευθερίας στην ελληνική πολιτική, της επιτρέπει να αποκτήσει «μοχλούς πίεσης» μέσα και γύρω από τα Σκόπια, ενώ διατηρεί και δημιουργεί διαπραγματευτικά όπλα έναντι των Σκοπίων.
3. Η άποψη «να τους αναγνωρίσουμε, να τελειώνουμε» – είτε διατυπώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, είτε διατυπώνεται έμμεσα με περισπούδαστες περί «αυτοκαθαρισμού» ρηχότητες – δεν απαντά σε κανένα από τα υπαρκτά προβλήματα, σε κανένα από τα ανοιχτά καυτά θέματα. Δεν απαντά, στο πως θα εξουδετερωθεί ο τοπικός και περιφερειακός αλυτρωτισμός που στρέφεται εναντίον μας. Δεν απαντά στο πως θα ανακοπούν οι τάσεις και τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης που τροφοδοτούνται από την εσωτερική αστάθεια των Σκοπίων. Δεν απαντά στο πως αντιμετωπίζεται μια διαλυτική κρίση στα σύνορα της χώρας.
4. Η υποχώρηση μας, λοιπόν, απέναντι στα Σκόπια και τις «συμμαχικές» πιέσεις – κυρίως, αμερικάνικες – με αποδοχή αμιγούς ή μικτής ονομασίας δεν είναι η ορθή επιλογή. Εξάλλου, αν συμβεί δεν λύνει οποιοδήποτε πρόβλημα.
Η άποψη που ορισμένοι κυκλοφορούν ότι δια της αναγνωρίσεως, «ως δια μαγείας», θα λυθούν τα προβλήματα είναι αστήρικτη, απέναντι, μάλιστα, σε προβλήματα που χρονολογούνται επί μισό και πλέον αιώνα και απέναντι σε άλλα, νέα, που ανακύπτουν με θυελλώδη αναθεωρητικό τρόπο.
Η Ελλάδα, όπως παραπάνω παρουσιάσαμε, έχει πολιτικές επιλογές, πέρα από το πρόβλημα της ονομασίας και χωρίς να προσχωρήσει σε αποδοχή μόνιμου ονόματος για το γειτονικό κράτος. Μια τέτοια πολιτική είναι σωστή, ευέλικτη και αποτελεσματική, χρειάζεται όμως την ανάλογη βούληση και την αναγκαία, αντίστοιχη οργάνωσή της.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι: «αν εσύ δεν θέλεις να κερδίσεις, κανείς δεν θα το κάνει για λογαριασμό σου».
Μέλος Εθν. Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ,
π. Υφυπ. Εργασίας & Κοιν. Ασφαλίσεων
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ;
Είναι εφικτός ένας έντιμος συμβιβασμός στο ζήτημα της ονομασίας;
Ένας έντιμος συμβιβασμός για να πραγματοποιηθεί πρέπει να ικανοποιεί τους παρακάτω όρους:
Πρώτος: να είναι δυνατός, δηλαδή τα Σκόπια να τον αποδέχονται. Ως τέτοιος συμβιβασμός, π.χ., προτάθηκε μια μικτή ονομασία «Σλαβομακεδονία» ή «Nova – Macedonia».
Δεύτερος: με έναν τέτοιο συμβιβασμό να «κλείσει» το πρόβλημα οριστικά και να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. Τρίτος: ότι μεσοπρόθεσμα το κράτος των Σκοπίων θα σταθεροποιεί και θα ξεπεράσει τον εσωτερικό εθνικισμό, που εκφράζεται προς τα έξω ως αλυτρωτισμός.
Τέταρτος: ότι οι εταίροι μας μετά από έναν τέτοιο συμβιβασμό θα εγγυηθούν αποτελεσματικά την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα, αν στο μέλλον το κράτος των Σκοπίων εγείρει και πάλι αλυτρωτικές επιδιώξεις και επαναλειτουργήσει αποσταθεριοποιητικά στην περιοχή.
Ας εξετάσουμε τους όρους κατ’ αντίστροφη σειρά. Οι εταίροι ούτε έχουν διάθεση, ούτε εγγυώνται τη μελλοντική συμπεριφορά των Σκοπίων. Κάθε σχετική φιλική δήλωση είναι, όπως και η ιστορία έχει δείξει, χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Ο τέταρτος, επομένως, όρος δεν ισχύει.
Ούτε ο τρίτος όρος μπορεί να ισχύσει. Η πληθυσμιακή σύνθεση του κράτους αυτού είναι ρευστή. Είναι απολύτως βέβαιο ότι σε λιγότερο από δεκαπέντε (15) χρόνια ο αλβανόφωνος πληθυσμός θα αποτελεί απόλυτη πλειοψηφία (34%, σήμερα). Γεγονός ευρύτερης σημασίας, αφού ακόμα και σ’ ένα διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος «Μακεδόνων», ο πληθυσμός του θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από Αλβανούς (στη γλώσσα, τη συνείδηση, τις επιδιώξεις), οι οποίοι μάλιστα από τώρα είναι οργανωμένοι σε «παράλληλη κοινωνία». Αυτό είναι σοβαρό αποσταθεροποιητικό στοιχείο, όταν μάλιστα οι υπόλοιποι πληθυσμοί δεν είναι συμπαγείς. Ειδικά, στους αυτοαποκαλούμενους «Μακεδόνες» οι δύο υποδιαιρέσεις: οι Βουλγαρίζοντες «Μακεδόνες» και οι άλλοι «Μακεδόνες» (διακριτοί και από τη Βουλγαρία, και από τη Σερβία, και από την Ελλάδα) είναι εξαιρετικά ασταθείς.
Αν, μάλιστα, συνεκτιμηθούν οι ανησυχητικές εξελίξεις στο γειτονικό Κόσσοβο, όπου σε αντίθεση με τις ισορροπίες και την ιστορία της περιοχής, προωθούνται σχέδια επικράτησης του αλβανικού επεκτατισμού, καθώς, επίσης, και οι ισχυρές τάσεις εθνικισμού στην ίδια την Αλβανία μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η Ελλάδα χρειάζεται να είναι και να δείχνει σταθερή, ισχυρή και αποτελεσματική δύναμη σ’ όλη την περιοχή.
Συμπεραίνοντας, ούτε ο τρίτος όρος – προοπτική σταθεροποίησης για το κράτος των Σκοπίων – ισχύει.
Ούτε, όμως, και ο δεύτερος όρος. Οι σχέσεις μας δεν πρόκειται να εξομαλυνθούν μ’ έναν συμβιβασμό στο όνομα. Η περίπτωση με τη Βουλγαρία είναι αποκαλυπτική. Παρά το γεγονός ότι η Σόφια πρώτη στον κόσμο τους αναγνώρισε και μάλιστα ως «Μακεδόνες» οι σχέσεις μεταξύ τους είναι σε χαμηλό επίπεδο και καμία διμερής συμφωνία δεν προωθήθηκε ουσιαστικά, καθώς οι Βούλγαροι αρνούνται να αναγνωρίσουν «μακεδονική εθνική γλώσσα», διακριτή από τη βουλγαρική, – όπως εμείς αρνούμεθα να αναγνωρίσουμε «μακεδονική εθνότητα», διακριτή από το ελληνικό έθνος. Αλλά, και την «ενδιάμεση διμερή συμφωνία» (Σεπτέμβριος 1995), παρά τις όποιες θετικές πτυχές, η πλευρά των Σκοπίων παραβίασε συστηματικά. Ο επίσημος αλυτρωτισμός, ο αλυτρωτισμός σε μέσα ενημέρωσης και σε σχολικά βιβλία, η κάλυψη οργανώσεων «Μακεδόνων του Αιγαίου», η κυκλοφορία ανάλογων χαρτών, η σχετική προπαγάνδα αποτελούν ενέργειες παραβίασης της «ενδιάμεσης συμφωνίας».
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι από τα Σκόπια πραγματική διάθεση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης δεν υπάρχει. Τις σπάνιες φορές που επιδείχθηκε (με σημαντικότερη, ίσως, εκείνη του 2003) περιορίσθηκε σε παρασκηνιακό επίπεδο. Η ερμηνεία αυτής της ακαμψίας είναι καίρια: αν το «Μακεδονικό ιδεολόγημα» είναι τόσο σημαντικό, όσο δηλώνεται ότι είναι, για την ύπαρξη και το μέλλον του νεοπαγούς κράτους, τότε δεν είναι προς διαπραγμάτευσιν! Όχι γιατί η ηγεσία του είναι αδιάλλακτη – και πιθανόν, στο μέλλον, μια άλλη θα είναι διαλλακτική –, αλλά γιατί δεν μπορεί να διαπραγματευθεί τις θεμελιώδεις συνθήκες της ύπαρξής του. Επίσης, αν τα Σκόπια, έτσι κι αλλιώς, ως ενιαίο κράτος έχουν πρόβλημα εσωτερικής συνοχής, ακόμα κι αν αναγνωρίζονταν διεθνώς ως η μία και αδιαίρετη «Μακεδονία», τότε θα έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα αν δεχθούν αλλοιώσεις στον «εθνικό τους χαρακτήρα» (=συμβιβασμός σε μικτή ονομασία).
Τα συμπεράσματα λοιπόν είναι καθαρά: ο έντιμος συμβιβασμός είναι έξω από τα διαπραγματευτικά όρια των Σκοπίων, αν γινόταν δεν θα εξομάλυνε τις μεταξύ μας σχέσεις, αλλά κι αν εξομάλυνε τις σχέσεις δεν θα σταθεροποιούσε τις ρευστές ισορροπίες στα Σκόπια που λειτουργούν αποσταθεροποιητικά και για την ευρύτερη περιοχή, ούτε και θα εξασφαλίζονταν εγγυήσεις από τους εταίρους μας.
Συνεπώς, η εκλογή ενός έντιμου συμβιβασμού δεν υφίσταται, και, πάντως, δεν πρόκειται να έχει τις θετικές επιπτώσεις όσων τον προπαγανδίζουν.
2.Τι θα συμβεί αν όλες οι άλλες χώρες αναγνωρίσουν τα Σκόπια ως «Μακεδονία»; Εμείς τι θα κάνουμε;
Τίποτε ουσιαστικά διαφορετικό απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα.
Όπως έδειξε και η μέχρι τώρα πορεία, η Ελλάδα έχει κάθε δυνατότητα να αναπτύξει τις σχέσεις της με τα βαλκανικά κράτη αφήνοντας σε εκκρεμότητα την υπόθεση των Σκοπίων. «Εκκρεμότητα» έτσι κι αλλιώς, αν και για διαφορετικούς λόγους, και για τα υπόλοιπα κράτη. Αν τα Σκόπια αναγνωρισθούν διεθνώς ως «Μακεδονία», το βασικό είναι να μην βάλουμε εμείς την υπογραφή μας. Και να εξηγήσουμε καθαρά προς κάθε κατεύθυνση τους πραγματικούς λόγους αυτής της στάσης μας. Τίποτε δεν μας υποχρεώνει να το κάνουμε και τίποτε δεν θα χάσουμε αν δεν το κάνουμε.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Εκτός από την «μη αναγνώριση», έχουμε άλλες επιλογές; Ασφαλώς.
Σταθερή αναφορά στο επιχείρημα της σταθερότητας (της περιοχής, της Ευρώπης και διεθνώς). Τα επιχειρήματα Ιστορίας πρέπει να αναπτύσσονται, να επικαιροποιούνται και να διευρύνονται, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι λειτουργούν συμπληρωματικά. Τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι πολιτικά, επί των πραγματικών δεδομένων και εξελίξεων, με σαφήνεια και προοπτική. Δεν είναι δύσκολο να πείσουμε ότι τα Σκόπια είναι κράτος εγγενώς ασταθές. Μόλις, προ βδομάδων (31.10.2007) παραιτήθηκε ο Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου των Σκοπίων, και ένα ακόμα μέλος του, υπερασπιζόμενος «εθνικά δικαιώματα» της αλβανικής εθνότητας εντός των Σκοπίων. Η ίδια η Ε.Ε. προβληματίζεται σοβαρά για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων λόγω «αστάθειας» και «αποτελμάτωσης των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων». Επίσης, προ ημερών, το μεγαλύτερο κόμμα των Αλβανών στα Σκόπια ζήτησε τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για την ονομασία του κράτους των Σκοπίων, ενώ παράλληλα, οι μειονοτικοί Αλβανοί της Νότιας Σερβίας προέβαλαν το αίτημα για την ανύψωση της αλβανικής σημαίας στην περιοχή αυτή. Δεν είναι δύσκολο να δειχθεί ο αλυτρωτικός χαρακτήρας της νεοπαγούς κρατικής ιδεολογίας του. Δεν είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι οι εσωτερικές συγκρούσεις εντός των Σκοπίων συσχετιζόμενες με αντίστοιχες της ευρύτερης περιοχής συνιστούν αστάθεια και πρόσθετους κινδύνους για τη Νότια Βαλκανική.
Η πρόταση της Ομοσπονδίας Καντονίων, εκτός από ρεαλιστική και δίκαιη, μπορεί να «απορροφήσει» την δυναμική της δημογραφικής εξέλιξης και να απονευρώσει το «Μακεδονικό ιδεολόγημα», το οποίο σταδιακά θα εγκαταλειφθεί αφού δεν θα εκφράζει ουσιαστικά τίποτε. Παράλληλα, η Ελλάδα, ως η μόνη χώρα χωρίς εδαφικές βλέψεις στο γεωγραφικό χώρο των Σκοπίων, μπορεί να διαμεσολαβήσει και να εγγυηθεί τις συμφωνίες για την ευρωπαϊκή πορεία και τη μετεξέλιξη τους.
Όταν ο υπουργός εξωτερικών των Σκοπίων μιλάει για «βέτο παράλογων ηττημένων» σημαίνει ότι κάτι δεν κάναμε μέχρι τώρα καλά και αποφασιστικά απέναντι τους – κι απέναντι στους «πάτρονες» –, ώστε να μετράνε όχι μόνο τα λόγια τους, αλλά και τις πολιτικές τους ενέργειες. Εν πάση περιπτώσει, είναι καιρός – όχι ακόμα πολύς – απέναντι στα μεγάλα λόγια, κι αντί για μεγάλα λόγια, να υπάρξει μια σχεδιασμένη και σταθερή εθνική πολιτική ισχύος.
Η ελληνική θέση για «βέτο», χωρίς μισόλογα και ταλαντεύσεις, πρέπει να διατυπωθεί με καθαρό και σαφή τρόπο απέναντι σε συγκεκριμένα ενδεχόμενα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να είναι συνειδητοποιημένο, ότι η απειλή βέτο είναι αποτελεσματικότερο μέσο από την άσκησή του, και πάντως, δεν αποτελεί το μόνο και το ισχυρότερο μέσο πίεσης και διαπραγμάτευσης.
3. Μοιρολατρία ή αγώνας με σχέδιο;
Υπογραμμίζουμε ορισμένες τελικές παρατηρήσεις.
1. Στην περίπτωση που τα Σκόπια αναγνωρισθούν διεθνώς ως «Μακεδονία», θα υπάρξει ένταση της αλυτρωτικής τους πολιτικής σε βάρος της Ελλάδας. Είναι πολλαπλά προτιμότερο την περίοδο αυτή, της «επιθετικότητας», να κρατήσουμε τις διμερείς σχέσεις σε χαμηλό επίπεδο, έτσι ώστε, να μπορέσουμε να ανταλλάξουμε την άμβλυνση του αλυτρωτισμού τους με αναβαθμισμένη συνεργασία μαζί τους. Αντίθετα, αν κι εμείς τους αναγνωρίσουμε ως «Μακεδονία» ή αν οδηγηθούμε σ’ έναν εκβιασμένο συμβιβασμό, τότε μόνοι μας θα έχουμε νομιμοποιήσει έναν αλυτρωτισμό που στρέφεται εναντίον μας. Και στο μέλλον, δεν θα έχουμε απολύτως τίποτα να διαπραγματευτούμε. Κανένα πρόβλημα του παρόντος δεν θα έχουμε λύσει. Αντίθετα, θα το έχουμε υποθηκεύσει και ταυτόχρονα θα έχουμε πυροδοτήσει χειρότερα προβλήματα για το μέλλον.
Το παράδειγμα είναι ολοζώντανο: Ο πατήρ Μητσοτάκης (πρωθυπουργός το 1992) και η θυγατέρα Μητσοτάκη (υπουργός Εξωτερικών, σήμερα). Ο κ. Μητσοτάκης είχε πει τότε το περίφημο: «αυτή η υπόθεση σε δέκα χρόνια θα έχει ξεχαστεί» και μετά από δεκαπέντε χρόνια αυτή την υπόθεση, καυτή και άλυτη, την έχει στα χέρια η θυγατέρα του. Η ιστορία αμείλικτη… Διδάσκει, αλλά και τιμωρεί…
2. Η γραμμή που προτάθηκε συνοπτικά στο κείμενο αυτό έχει ως σημαντική της διάσταση, επί της ουσίας, την αποσύνδεση της στάσης και της πολιτικής μας από την προοπτική αναγνώρισης των Σκοπίων (με οποιαδήποτε όνομα), χωρίς όμως να συγκαλύπτει τα προβλήματα (αυτά που σήμερα υπάρχουν και αυτά που κυοφορούνται). Παρέχει σοβαρούς βαθμούς ελευθερίας στην ελληνική πολιτική, της επιτρέπει να αποκτήσει «μοχλούς πίεσης» μέσα και γύρω από τα Σκόπια, ενώ διατηρεί και δημιουργεί διαπραγματευτικά όπλα έναντι των Σκοπίων.
3. Η άποψη «να τους αναγνωρίσουμε, να τελειώνουμε» – είτε διατυπώνεται μ’ αυτόν τον τρόπο, είτε διατυπώνεται έμμεσα με περισπούδαστες περί «αυτοκαθαρισμού» ρηχότητες – δεν απαντά σε κανένα από τα υπαρκτά προβλήματα, σε κανένα από τα ανοιχτά καυτά θέματα. Δεν απαντά, στο πως θα εξουδετερωθεί ο τοπικός και περιφερειακός αλυτρωτισμός που στρέφεται εναντίον μας. Δεν απαντά στο πως θα ανακοπούν οι τάσεις και τα φαινόμενα αποσταθεροποίησης που τροφοδοτούνται από την εσωτερική αστάθεια των Σκοπίων. Δεν απαντά στο πως αντιμετωπίζεται μια διαλυτική κρίση στα σύνορα της χώρας.
4. Η υποχώρηση μας, λοιπόν, απέναντι στα Σκόπια και τις «συμμαχικές» πιέσεις – κυρίως, αμερικάνικες – με αποδοχή αμιγούς ή μικτής ονομασίας δεν είναι η ορθή επιλογή. Εξάλλου, αν συμβεί δεν λύνει οποιοδήποτε πρόβλημα.
Η άποψη που ορισμένοι κυκλοφορούν ότι δια της αναγνωρίσεως, «ως δια μαγείας», θα λυθούν τα προβλήματα είναι αστήρικτη, απέναντι, μάλιστα, σε προβλήματα που χρονολογούνται επί μισό και πλέον αιώνα και απέναντι σε άλλα, νέα, που ανακύπτουν με θυελλώδη αναθεωρητικό τρόπο.
Η Ελλάδα, όπως παραπάνω παρουσιάσαμε, έχει πολιτικές επιλογές, πέρα από το πρόβλημα της ονομασίας και χωρίς να προσχωρήσει σε αποδοχή μόνιμου ονόματος για το γειτονικό κράτος. Μια τέτοια πολιτική είναι σωστή, ευέλικτη και αποτελεσματική, χρειάζεται όμως την ανάλογη βούληση και την αναγκαία, αντίστοιχη οργάνωσή της.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι: «αν εσύ δεν θέλεις να κερδίσεις, κανείς δεν θα το κάνει για λογαριασμό σου».