Ταυτόχρονα, αν και οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ο καρκίνος μπορεί να προληφθεί σε ποσοστό άνω του 60%, σχεδόν 6 στους 10 Έλληνες παραδέχονται ότι δεν κάνουν τις βασικές προληπτικές εξετάσεις και πιστεύουν ότι δεν μπορούν να αποτρέψουν τη νόσο. Αποτέλεσμα είναι να αυξάνουν οι θάνατοι από ορισμένους συχνούς αλλά προλήψιμους καρκίνους, όπως είναι ο καρκίνος του πνεύμονα, του παχέος εντέρου και του προστάτη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
Στη χώρα μας, οι συχνότεροι καρκίνοι στους άνδρες είναι του πνεύμονα, του προστάτη και του παχέος εντέρου. Οι άνδρες που συμμετείχαν στην έρευνα, όταν ρωτήθηκαν για τους τρεις συχνότερους καρκίνους στο ανδρικό φύλο ανέφεραν τον καρκίνο του προστάτη σε ποσοστό 82,8%, του πνεύμονα σε ποσοστό 79,8% και του παχεός εντέρου σε ποσοστό 30,6%.
Αντίστοιχα, οι συχνότεροι καρκίνοι στις γυναίκες είναι του μαστού, του παχέος εντέρου, του τραχήλου της μήτρας και του πνεύμονα. Το 95,4% των γυναικών που ρωτήθηκαν συμπεριέλαβαν τον καρκίνο του μαστού και το 83,4% τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στους τρεις συχνότερους καρκίνους. Τα ποσοστά για τον καρκίνο του πνεύμονα και του παχέος εντέρου ήταν 27% και 15,6%, αντίστοιχα. Αυτό αποδεικνύει ότι τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες η συχνότητα του καρκίνου του παχέος εντέρου υποεκτιμάται από ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Όπως προκύπτει από την έρευνα, οι Έλληνες γνωρίζουν τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου που ευνοούν την εμφάνιση καρκίνου, αλλά δεν λαμβάνουν μέτρα για να τους μειώσουν ή να τους εξαλείψουν. Απαντώντας σε ερώτηση για το ποιους θεωρούν τους τρεις πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο, το 75,9% των ερωτηθέντων ανέφερε το κάπνισμα, το 44,9% την κακή διατροφή, το 34% τη μόλυνση του αέρα, το 29,7% το υπερβολικό στρες και το 29,2% διάφορες χημικές ουσίες, όπως οι διοξίνες.
Την ίδια στιγμή, από τους Έλληνες που είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο ταμείο, μόνο το 43,5% έχει χρησιμοποιήσει τις παροχές του ταμείου για τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων για τον καρκίνο.
*Στην έρευνα πήραν μέρος 1.490 πολίτες ηλικίας άνω των δεκαοκτώ ετών, οι οποίοι απάντησαν σε προσωπικές συνεντεύξεις.