"...Πολλοί καπνέμποροι με τη διεθνή κατρακύλα των τιμών δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς τους αγρότες και τις τράπεζες και ανέστειλαν τις πληρωμές, ενώ εκατοντάδες καπνεργάτες έμειναν στο δρόμο και κατέφυγαν στα δημοτικά συσσίτια.
Ο δεύτερος σημαντικός κλάδος απασχόλησης αυτήν την περίοδο στην πόλη, η κλωστοϋφαντουργία, έπνεε τα λοίσθια με την κατακόρυφη πτώση των τιμών των πρώτων υλών (μαλλί, βαμβάκι) στην παγκόσμια αγορά.
Επτά στα δέκα μικροεμπορικά, έξι στα δέκα εστιατόρια και δύο στα τρία παντοπωλεία έκλεισαν. .Επίσης,ο τομέας της οικοδομής, που είχε μεγάλη ανάπτυξη εξαιτίας της ανέγερσης των προσφυγικών συνοικισμών και της ανοικοδόμησης της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1917, σταμάτησε από έλλειψη κεφαλαίων. Την περίοδο του 1930-31 τέσσερις στους πέντε οικοδόμους ήταν άνεργοι.Οι απολυμένοι και άνεργοι, μετά το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, συγκεντρώνονταν καθημερινά στη διασταύρωση των οδών Εγνατία και Αγίας Σοφίας, προκειμένου να βρουν κάποια δουλειά. Οι μισοί σχεδόν επαγγελματίες, όπως αρτοποιοί, ράφτες, υποδηματοποιοί, παντοπώλες, έμποροι, εστιάτορες, που είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους, αναζητούσαν μάταια άλλες δουλειές για να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ετσι, τα δημοτικά συσσίτια ήταν η τελευταία ελπίδα επιβίωσης. Ο δήμος οργάνωσε συσσίτια σε 33 σταθμούς μέσα στην πόλη και στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Το πρόγραμμα των συσσιτίων άρχισε τον Ιούνιο του 1930 με την προσφορά ενός πιάτου ζεστού φαγητού και λίγου ψωμιού. Στην αρχή, στα συσσίτια προσέρχονταν γύρω στα 4.000 άτομα, αλλά ύστερα από δύο χρόνια ο αριθμός τους έφτασε τα 40.000 άτομα. Με τα συσσίτια αυτά μπορεί να ανακουφίζονταν οι οικογένειες των λαϊκών τάξεων, αλλά το πρόβλημα της πείνας και της εξαθλίωσης ήταν έντονο, καθώς η ανεργία μεγάλωνε εντυπωσιακά.Η οικονομική κρίση χτύπησε με εντονότερη ένταση τη Θεσσαλονίκη, καθώς χιλιάδες κάτοικοί της εξαιτίας της προσφυγικής πλημμυρίδας ζούσαν σε οικτρή κατάσταση (φωτογ.), σε παραπήγματα με λαμαρίνες και χαμόσπιτα, όπου τους θέριζαν οι αρρώστιες.
Η «Εφημερίς των Βαλκανίων» σε μια έρευνα για τις συνθήκες στέγασης των λαϊκών τάξεων το 1931 έγραφε ότι από τις 9.726 κατοικίες που εξετάστηκαν, οι 641 ήταν άθλια υπόστεγα, 5.515 αποτελούσαν κυριολεκτικά τρώγλες, πολλές από τις οποίες υπόγειες, και 5.380 απαρτίζονταν από ένα δωμάτιο, χωρίς μαγειρείο, πλυντήριο (για χειροποίητο πλύσιμο σε σκάφη δηλαδή) και αποχωρητήριο. Για την εσωτερική τους επένδυση χρησιμοποιούνταν σανίδια, ενώ εξωτερικά οι τοίχοι καλύπτονταν από λαμαρίνες και παλιούς τενεκέδες.
Και ο συντάκτης της «Μακεδονίας» στο ρεπορτάζ με τον τίτλο «Υπάρχουν τρωγλοδύται εις την Θεσσαλονίκην» αναρωτιόταν: «Πώς ζουν οι κακόμοιροι άνθρωποι εις τους τενεκέδες αυτούς; Πώς χωρούν εις τα χαμηλά και στενά αυτά κοτέτσια; Ολα είναι σκουριασμένα, μαύρα και πένθιμα. Η σκιά του θανάτου και το παράπονο της ζωής απλώνεται παντού
».Αυτή η οικονομική κρίση προκάλεσε και έντονες κοινωνικές αντιδράσεις, που οδήγησαν στην καθολική απεργία το Μάη του 1936 και τη σύγκρουση με τις δυνάμεις ασφαλείας του Μεταξά με πολλά θύματα, νεκρούς και τραυματίες εργάτες.
Παράλληλα, υπήρξε και θερμοκήπιο εθνικιστικών και φασιστικών δράσεων με αποκορύφωση την πυρπόληση του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στου Βότση από την εθνικιστική οργάνωση «Τρία Εψιλον».Η ανάκαμψη θα αρχίσει από το 1935 ακολουθώντας το αισιόδοξο διεθνές κλίμα στην οικονομία.."
.