,
Για να δεχθεί κανείς την ευθανασία απαιτείται μια θεμελιώδης παραδοχή που δεν είναι εύκολη: ότι έρχεται από το Πουθενά και οδεύει προς το Τίποτα. Χωρίς αυτή την παραδοχή, η ζωή δεν του ανήκει, ανήκει σε άλλον. Εχει την ευθύνη να τη διαχειρισθεί, αλλά δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει την αρχή και το τέλος της.
Είναι μάταιο να ισχυρισθούμε ότι από την άτυχη Ιταλίδα, που «ζούσε» επί δεκαεπτά χρόνια σε κώμα, εξέλιπε παντελώς η συνείδηση. Δηλαδή η επίγνωση ότι ζει και άρα αν μπορεί να θέλει ή να μη θέλει να δώσει τέλος στη ζωή της. Η συνείδηση, έστω αυτή η στοιχειώδης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν δεν στριμώχθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά που εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε.
Το ερώτημα για την ευθανασία ίσως πρέπει να τεθεί παντελώς διαφορετικά, σαν μια απόφαση με πλήρη συνείδηση! Οχι σαν άρνηση ζωής, αλλά σαν έσχατη κατάφαση. Δεν θέλω να μιλήσω για ένα υποθετικό τρίτο πρόσωπο. Εξομολογούμαι ότι όσο περνούν τα χρόνια και πλησιάζω στο τέλος, τόσο πιο συχνά και πιο σοβαρά σκέφτομαι την ευθανασία, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Τη σκέφτομαι πρώτα σαν δική μου απόφαση, όταν διαπιστώσω ότι η συνέχιση της ζωής ως βιολογικό φαινόμενο δεν έχει κανένα νόημα. Πολύ περισσότερο όταν η συνέχιση είναι εξευτελισμός του σώματος και της ίδιας της ζωής.
Θα μου πείτε ότι το δικαίωμα αυτό εξομοιώνεται στην ουσία με το δικαίωμα στην αυτοκτονία και κανείς δεν μπορεί να το αφαιρέσει από κανέναν. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Επειδή δεν είναι βέβαιο ότι τη στιγμή όπου η συνέχιση της ζωής και ο εξευτελισμός της δεν έχουν νόημα, θα απομένει η θέληση (ή η πρακτική ευχέρεια) να τη διακόψεις. Απαιτείται να υπάρχει η νομική πρόνοια και η κατάλληλη οργάνωση ώστε έγκαιρα, με πλήρη συνείδηση και με ακμαία θέληση, ένας άνθρωπος να αποφασίζει το τέλος του αν συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις λεπτομερώς περιγραφόμενες.
Πιο δύσκολη είναι η περίπτωση αν οι περιστάσεις επιβάλλουν να ληφθεί αυτή η απόφαση από άλλα πρόσωπα, από συγγενείς ή ακόμη από πρόσωπα χωρίς καμιά συγγενική σχέση. Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης ο ίδιος έκλεισε τη στρόφιγγα και έδωσε τέλος στην υποτυπώδη ζωή που είχε απομείνει στον γιο του. Η περίπτωση αυτή είναι πιο δύσκολη, γιατί μπορεί να παρεμβληθούν και άλλα ζητήματα, άσχετα με τη ζωή και τον θάνατο. Αλλά όσοι έτυχε να δουν αγαπημένα πρόσωπα να ταλαιπωρούνται χωρίς καμιά ελπίδα και να εξευτελίζεται το σώμα τους, ασφαλώς έχουν σκεφθεί ότι και αυτή η δύσκολη περίπτωση πρέπει να ρυθμισθεί και να διασφαλισθεί με στέρεες εγγυήσεις.
Ολοι μας έχουμε καλές και άσχημες στιγμές στη ζωή μας. Οταν, όμως, επιχειρούμε να κάνουμε τον απολογισμό, βρίσκουμε ότι η ζωή μας είναι πολύτιμη και την αγαπούμε στο σύνολό της. Την καλή και την άσχημη, την ωφέλιμη και την άσκοπη. Με αυτή την έννοια χαιρόμαστε που ζούμε και που ζήσαμε. Και πιο πολύ χαιρόμαστε το μοναδικό αγαθό, να σκεφτόμαστε ότι ζούμε, αγαθό που μάλλον μόνο ο άνθρωπος το έχει. Πάνω απ’ όλα έχουμε το πάθος για τη ζωή.
Πιστεύω ότι όσο πιο πολύ χαιρόμαστε τη ζωή μας και την αγαπάμε τόσο περισσότερο σκεφτόμαστε τις στιγμές που μπορεί να έλθουν, όπου δεν θα μπορούμε ούτε να χαιρόμαστε τη ζωή, ούτε να την αγαπήσουμε, ούτε καν να σκεφτόμαστε ότι ζούμε. Και το πάθος για τη ζωή θα έχει εξασθενήσει και τελικά θα εκλείψει. Γιατί να ζήσουμε αυτή την προδοσία του σώματος που υποκύπτει στη φθορά, φυσιολογικά ή βίαια;
Είναι μάταιο να ισχυρισθούμε ότι από την άτυχη Ιταλίδα, που «ζούσε» επί δεκαεπτά χρόνια σε κώμα, εξέλιπε παντελώς η συνείδηση. Δηλαδή η επίγνωση ότι ζει και άρα αν μπορεί να θέλει ή να μη θέλει να δώσει τέλος στη ζωή της. Η συνείδηση, έστω αυτή η στοιχειώδης, κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν δεν στριμώχθηκε σε μια σκοτεινή γωνιά που εμείς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε.
Το ερώτημα για την ευθανασία ίσως πρέπει να τεθεί παντελώς διαφορετικά, σαν μια απόφαση με πλήρη συνείδηση! Οχι σαν άρνηση ζωής, αλλά σαν έσχατη κατάφαση. Δεν θέλω να μιλήσω για ένα υποθετικό τρίτο πρόσωπο. Εξομολογούμαι ότι όσο περνούν τα χρόνια και πλησιάζω στο τέλος, τόσο πιο συχνά και πιο σοβαρά σκέφτομαι την ευθανασία, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Τη σκέφτομαι πρώτα σαν δική μου απόφαση, όταν διαπιστώσω ότι η συνέχιση της ζωής ως βιολογικό φαινόμενο δεν έχει κανένα νόημα. Πολύ περισσότερο όταν η συνέχιση είναι εξευτελισμός του σώματος και της ίδιας της ζωής.
Θα μου πείτε ότι το δικαίωμα αυτό εξομοιώνεται στην ουσία με το δικαίωμα στην αυτοκτονία και κανείς δεν μπορεί να το αφαιρέσει από κανέναν. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Επειδή δεν είναι βέβαιο ότι τη στιγμή όπου η συνέχιση της ζωής και ο εξευτελισμός της δεν έχουν νόημα, θα απομένει η θέληση (ή η πρακτική ευχέρεια) να τη διακόψεις. Απαιτείται να υπάρχει η νομική πρόνοια και η κατάλληλη οργάνωση ώστε έγκαιρα, με πλήρη συνείδηση και με ακμαία θέληση, ένας άνθρωπος να αποφασίζει το τέλος του αν συντρέχουν ορισμένες περιστάσεις λεπτομερώς περιγραφόμενες.
Πιο δύσκολη είναι η περίπτωση αν οι περιστάσεις επιβάλλουν να ληφθεί αυτή η απόφαση από άλλα πρόσωπα, από συγγενείς ή ακόμη από πρόσωπα χωρίς καμιά συγγενική σχέση. Λέγεται ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης ο ίδιος έκλεισε τη στρόφιγγα και έδωσε τέλος στην υποτυπώδη ζωή που είχε απομείνει στον γιο του. Η περίπτωση αυτή είναι πιο δύσκολη, γιατί μπορεί να παρεμβληθούν και άλλα ζητήματα, άσχετα με τη ζωή και τον θάνατο. Αλλά όσοι έτυχε να δουν αγαπημένα πρόσωπα να ταλαιπωρούνται χωρίς καμιά ελπίδα και να εξευτελίζεται το σώμα τους, ασφαλώς έχουν σκεφθεί ότι και αυτή η δύσκολη περίπτωση πρέπει να ρυθμισθεί και να διασφαλισθεί με στέρεες εγγυήσεις.
Ολοι μας έχουμε καλές και άσχημες στιγμές στη ζωή μας. Οταν, όμως, επιχειρούμε να κάνουμε τον απολογισμό, βρίσκουμε ότι η ζωή μας είναι πολύτιμη και την αγαπούμε στο σύνολό της. Την καλή και την άσχημη, την ωφέλιμη και την άσκοπη. Με αυτή την έννοια χαιρόμαστε που ζούμε και που ζήσαμε. Και πιο πολύ χαιρόμαστε το μοναδικό αγαθό, να σκεφτόμαστε ότι ζούμε, αγαθό που μάλλον μόνο ο άνθρωπος το έχει. Πάνω απ’ όλα έχουμε το πάθος για τη ζωή.
Πιστεύω ότι όσο πιο πολύ χαιρόμαστε τη ζωή μας και την αγαπάμε τόσο περισσότερο σκεφτόμαστε τις στιγμές που μπορεί να έλθουν, όπου δεν θα μπορούμε ούτε να χαιρόμαστε τη ζωή, ούτε να την αγαπήσουμε, ούτε καν να σκεφτόμαστε ότι ζούμε. Και το πάθος για τη ζωή θα έχει εξασθενήσει και τελικά θα εκλείψει. Γιατί να ζήσουμε αυτή την προδοσία του σώματος που υποκύπτει στη φθορά, φυσιολογικά ή βίαια;