.
Tο από κοινού ζητούμενο, δηλαδή το συ-ζητούμενο είναι εκείνο που ενδιαφέρει σε καιρούς όπως αυτός που περνάμε τώρα και θα περάσουμε για αρκετούς ακόμη μήνες.
Για να το επιτύχουμε χρειάζεται συζήτηση και όχι συναίνεση.
Οι οικονομολόγοι διαχωρίζουν κατά κανόνα τις ροές από τα αποθέματα. Οι πολιτικοί μας πρέπει να επιτύχουν στη συζήτηση, που είναι μια συγκεκριμένη πράξη μέσω της οποίας, κάθε φορά, κάνουμε ένα βήμα προς κάποια κατεύθυνση, η πολιτική μετατρέπεται σε κοινωνική συμπεριφορά, τα προβλήματα βρίσκουν λύσεις, έστω και προσωρινές, ακόμη και όταν δεν είναι οι καλύτερες.
Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι περισσότερη συζήτηση. Η συναίνεση που ζητεί ο πρωθυπουργός, αν έρθει, θα έρθει ως αποτέλεσμα της συζήτησης. Ξοδεύουν πολλοί απίθανα πολλές κουβέντες για την ανάγκη συναίνεσης, ενώ αυτό που απλώς εννοούν είναι η αυτονόητη τήρηση των νόμων. Ακόμη και όταν ο νόμος δεν μας βρίσκει σύμφωνους, η υποταγή μας σε αυτόν είναι αυτονόητη και δεν απαιτεί κανενός τη συναίνεση. Αρα, εφόσον η κυβέρνηση κρίνει ότι τα ελλείμματα μπορεί να ξεφύγουν (περισσότερο...) και τότε «η κατάσταση θα γίνει ανεξέλεγκτη και ενδεχομένως επικίνδυνη», όπως ήταν τα λόγια του πρωθυπουργού προς τους αρχηγούς, δεν έχει παρά να κάνει αυτό που κρίνει απαραίτητο.
Για να πράξει το σωστό, δεν χρειάζεται συναίνεση, αλλά συζήτηση. Στη διάρκεια της οποίας θα κριθεί η ορθότητα των μέτρων, η... πιθανότητα βελτίωσής τους, κάποτε η ανατροπή τους και η αντικατάστασή τους. Η συζήτηση ορίζει τη δημοκρατική πρακτική, η συναίνεση τη διαδικασία ικανοποίησης από τη συζήτηση. Η κυβέρνηση πρέπει να θυμηθεί τον ρόλο που της εκχωρεί η διάκριση των εξουσιών. Εισηγείται, συζητεί, επιχειρηματολογεί, ελέγχει την εκτέλεση. Αν επιτύχει τη συναίνεση σε όλον αυτό τον δρόμο, ακόμη καλύτερα. Αν όχι, και πάλι έχει υποχρέωση να συνεχίσει. Μια κυβέρνηση με κάλπη κυβερνά όσο προβλέπει το Σύνταγμα. Την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου μπορεί να την έχει ένα άλλο σχήμα, ακόμη και ένας άλλος πρωθυπουργός. Οι εκλογές πρέπει να παύσουν να αποτελούν δικαίωμα αυτοκρατορικής διάθεσης του «ανώτατου κομματικού άρχοντα». Συναίνεση δεν είναι μια ύποπτη σχέση ενοχής μεταξύ ενός αυτοκράτορα της δημοκρατίας και άλλων βαρόνων κοινωνικών «τάξεων».
Την πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου πέρασαν και οι ηγέτες τριών κομμάτων που πρακτικώς, και (πολύ συχνά) λεκτικώς, αδιαφορούν για την πρακτική αξία ή δυσκολία των κυβερνητικών ευθυνών, απόδειξη της αχρηστίας και επίφασης που είχαν τα χθεσινά ραντεβού. Αν συναίνεση είναι η συνεύρεση του πρωθυπουργού με μια παρέα αυλικών της δημοκρατίας, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί κανείς να περιμένει, παρά την ευγενική ανταλλαγή κινδυνολογικών εκτιμήσεων. Η αιτούμενη και άκρως απαραίτητη συζήτηση είναι αυτή που πρέπει να γίνεται ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, στα οποία οι πολίτες παραδίδουν ανά περιόδους τα ηνία της εξουσίας. Αξίζει να γνωρίζουμε τι απαντά ο Παπανδρέου όταν ο Καραμανλής ζητεί «να μην ενθαρρύνουμε τη διατύπωση υπερβολικών διεκδικήσεων».
Αν γινόταν συζήτηση επί συγκεκριμένων θεμάτων, μέτρων και πρωτοβουλιών, θα γνωρίζαμε το μέτρο στο οποίο κάθε πλευρά αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Εξάλλου, περισσότερη συζήτηση και μάλιστα καλύτερα οργανωμένη και πιο ουσιαστική θα φέρει και την απαραίτητη συναίνεση με μέτρο και χωρίς να υποψιάζονται κάποιοι ότι οι διαπλεκόμενοι «τα βρίσκουν πίσω από την πλάτη μας». Υπάρχει στο πολίτευμά μας ένας τόπος όπου όλα αυτά μπορούν να συμβούν. Είναι η Βουλή και οι αρμόδιες μόνιμες επιτροπές της. Ας την χρησιμοποιήσουν και για κάτι άλλο από το μπόνους παρουσίας των βουλευτών μας. Οσο για την κρίση, η δημιουργία και λειτουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης με συμφωνημένες διαδικασίες στελέχωσής του είναι απαραίτητη και μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα συναίνεσης. Κάτι ξέρουν τα μεγαλύτερα και πιο έξυπνα κράτη.
Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι περισσότερη συζήτηση. Η συναίνεση που ζητεί ο πρωθυπουργός, αν έρθει, θα έρθει ως αποτέλεσμα της συζήτησης. Ξοδεύουν πολλοί απίθανα πολλές κουβέντες για την ανάγκη συναίνεσης, ενώ αυτό που απλώς εννοούν είναι η αυτονόητη τήρηση των νόμων. Ακόμη και όταν ο νόμος δεν μας βρίσκει σύμφωνους, η υποταγή μας σε αυτόν είναι αυτονόητη και δεν απαιτεί κανενός τη συναίνεση. Αρα, εφόσον η κυβέρνηση κρίνει ότι τα ελλείμματα μπορεί να ξεφύγουν (περισσότερο...) και τότε «η κατάσταση θα γίνει ανεξέλεγκτη και ενδεχομένως επικίνδυνη», όπως ήταν τα λόγια του πρωθυπουργού προς τους αρχηγούς, δεν έχει παρά να κάνει αυτό που κρίνει απαραίτητο.
Για να πράξει το σωστό, δεν χρειάζεται συναίνεση, αλλά συζήτηση. Στη διάρκεια της οποίας θα κριθεί η ορθότητα των μέτρων, η... πιθανότητα βελτίωσής τους, κάποτε η ανατροπή τους και η αντικατάστασή τους. Η συζήτηση ορίζει τη δημοκρατική πρακτική, η συναίνεση τη διαδικασία ικανοποίησης από τη συζήτηση. Η κυβέρνηση πρέπει να θυμηθεί τον ρόλο που της εκχωρεί η διάκριση των εξουσιών. Εισηγείται, συζητεί, επιχειρηματολογεί, ελέγχει την εκτέλεση. Αν επιτύχει τη συναίνεση σε όλον αυτό τον δρόμο, ακόμη καλύτερα. Αν όχι, και πάλι έχει υποχρέωση να συνεχίσει. Μια κυβέρνηση με κάλπη κυβερνά όσο προβλέπει το Σύνταγμα. Την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου μπορεί να την έχει ένα άλλο σχήμα, ακόμη και ένας άλλος πρωθυπουργός. Οι εκλογές πρέπει να παύσουν να αποτελούν δικαίωμα αυτοκρατορικής διάθεσης του «ανώτατου κομματικού άρχοντα». Συναίνεση δεν είναι μια ύποπτη σχέση ενοχής μεταξύ ενός αυτοκράτορα της δημοκρατίας και άλλων βαρόνων κοινωνικών «τάξεων».
Την πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου πέρασαν και οι ηγέτες τριών κομμάτων που πρακτικώς, και (πολύ συχνά) λεκτικώς, αδιαφορούν για την πρακτική αξία ή δυσκολία των κυβερνητικών ευθυνών, απόδειξη της αχρηστίας και επίφασης που είχαν τα χθεσινά ραντεβού. Αν συναίνεση είναι η συνεύρεση του πρωθυπουργού με μια παρέα αυλικών της δημοκρατίας, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για καλύτερη αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί κανείς να περιμένει, παρά την ευγενική ανταλλαγή κινδυνολογικών εκτιμήσεων. Η αιτούμενη και άκρως απαραίτητη συζήτηση είναι αυτή που πρέπει να γίνεται ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, στα οποία οι πολίτες παραδίδουν ανά περιόδους τα ηνία της εξουσίας. Αξίζει να γνωρίζουμε τι απαντά ο Παπανδρέου όταν ο Καραμανλής ζητεί «να μην ενθαρρύνουμε τη διατύπωση υπερβολικών διεκδικήσεων».
Αν γινόταν συζήτηση επί συγκεκριμένων θεμάτων, μέτρων και πρωτοβουλιών, θα γνωρίζαμε το μέτρο στο οποίο κάθε πλευρά αναλαμβάνει τις ευθύνες της. Εξάλλου, περισσότερη συζήτηση και μάλιστα καλύτερα οργανωμένη και πιο ουσιαστική θα φέρει και την απαραίτητη συναίνεση με μέτρο και χωρίς να υποψιάζονται κάποιοι ότι οι διαπλεκόμενοι «τα βρίσκουν πίσω από την πλάτη μας». Υπάρχει στο πολίτευμά μας ένας τόπος όπου όλα αυτά μπορούν να συμβούν. Είναι η Βουλή και οι αρμόδιες μόνιμες επιτροπές της. Ας την χρησιμοποιήσουν και για κάτι άλλο από το μπόνους παρουσίας των βουλευτών μας. Οσο για την κρίση, η δημιουργία και λειτουργία ενός Εθνικού Συμβουλίου Οικονομικής Ανάλυσης με συμφωνημένες διαδικασίες στελέχωσής του είναι απαραίτητη και μπορεί να έχει πρακτικά αποτελέσματα συναίνεσης. Κάτι ξέρουν τα μεγαλύτερα και πιο έξυπνα κράτη.