"Το περασμένο φθινόπωρο, οπότε το τσουνάμι της αμερικανικής πιστωτικής κρίσης πέρασε τον Ατλαντικό και άρχισε να σαρώνει ό,τι έβρισκε μπροστά του και στην Ευρώπη, οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες τόσο στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες όσο και στην έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φραγκφούρτη στρώθηκαν στη δουλειά. Με διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα και ποικίλες προβολές σεναρίων προσπαθούσαν να εκτιμήσουν πόσο μεγάλη θα είναι η έκταση της κρίσης και ποιες ενδεχομένως θα είναι οι εξ αυτής παράπλευρες απώλειες στην Ευρώπη. Ενα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν ήταν ότι μεταξύ άλλων διακυβεύεται και το ίδιο το ευρώ αφού όλα έδειχναν ότι, παρά την αδιαμφισβήτητη ισχύ του, είχε αχίλλειες πτέρνες ικανές να το οδηγήσουν στον θάνατο. Η μία αχίλλεια πτέρνα του ευρώ βρισκόταν στην Ιρλανδία και η δεύτερη (από μυθολογικής απόψεως δικαίως) βρισκόταν στην Ελλάδα. Ολες οι... εκτιμήσεις των ευρωκρατών της Φραγκφούρτης και των Βρυξελλών έδειχναν ότι οι δύο αυτές χώρες (για εντελώς διαφορετικούς λόγους η καθεμιά) κάποια στιγμή δεν θα έβρισκαν τα κεφάλαια που είχαν ανάγκη για την εξυπηρέτηση των διεθνών δανειακών αναγκών τους. Και αυτό διότι συνεπεία της οικονομικής κρίσης η ζήτηση κεφαλαίων από όλες τις χώρες του κόσμου είχε αυξηθεί σημαντικά και κάποια στιγμή οι αγορές είναι βέβαιον ότι θα άρχιζαν το «ξεσκαρτάρισμα» επιλέγοντας τους δανειολήπτες τους βάσει της μακροπρόθεσμης φερεγγυότητάς τους. Η εξέλιξη αυτή θα διακύβευε συνολικώς την αξιοπιστία του ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι άλλες χώρες της ζώνης από νομικής απόψεως οφείλουν να παραμένουν αδιάφορες. Στην αντίθετη περίπτωση η προβλεπόμενη από την κοινοτική νομοθεσία τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στη ζώνη του ευρώ θα ήταν «νεκρό γράμμα».
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, του λεγόμενου «κελτικού τίγρη» της Ευρώπης, η μειωμένη φερεγγυότητα ήταν το αποτέλεσμα της στρεβλής ανάπτυξης της χώρας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά η χώρα αυτή, γνωρίζοντας πως ήταν η αγγλόφωνη περιοχή της Ευρώπης με το φθηνότερο εργατικό δυναμικό, επέλεξε την οδό της άνευ όρων προσέλκυσης αμερικανικών επενδύσεων. Επί της ουσίας προσέφυγε στον αθέμιτο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα φορολογικό ανταγωνισμό ρίχνοντας τα ποσοστά φορολόγησης των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτόν χιλιάδες αμερικανικές εταιρείες, κυρίως από τον χώρο της υψηλής τεχνολογίας, άρχισαν ταχέως να εγκαθίστανται στην Ιρλανδία, την οποία μόλις ξέσπασε η κρίση τάχιστα εγκατέλειψαν. Αποτέλεσμα, η καλπάζουσα ύφεση της ιρλανδικής οικονομίας που στο μέλλον θα αναφέρεται στα οικονομικά εγχειρίδια ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τα παραδείγματα προς αποφυγήν ήταν άλλα και αφορούσαν κυρίως τον εξαιρετικά προβληματικό δημόσιο τομέα της χώρας, την έλλειψη διαφάνειας και εγγυήσεων βιωσιμότητας στα δημόσια οικονομικά, την καταρρακωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κτλ.
Οταν λοιπόν άρχισε να σκιαγραφείται ο κίνδυνος να «σκάσουν κανόνι» οι δύο αυτές χώρες, τα βλέμματα όλως στράφηκαν προς τη Γερμανία, και όχι αδίκως. Η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και παραδοσιακός θεματοφύλακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας έπρεπε να αποφασίσει αν η ζώνη του ευρώ, παρά την κοινοτική νομοθεσία, θα σταθεί αλληλέγγυα στους «αδύνατους κρίκους» και με τι αντίτιμο.
Η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας ήταν «να πάνε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Αντίδραση την οποία ασφαλώς γνώριζε ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ.Σημίτης, ο οποίος δημοσίως τότε προειδοποίησε για τον κίνδυνο που ελλοχεύει δηλώνοντας πως κάποιοι στη ζώνη του ευρώ θα επιθυμούσαν να οδηγηθεί σε περίπτωση ανάγκης η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκτοτε όμως άρχισαν να εντείνονται οι πιέσεις προς το Βερολίνο. Στην αρχή η Ιταλία και στη συνέχεια η Γαλλία εισήγαγαν εκ νέου προς συζήτηση την παλαιότερη ιδέα του κ. Ζακ Ντελόρ περί έκδοσης κοινών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Κάτι που ασφαλώς θα ανακούφιζε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία που πωλούσαν (και εξακολουθούν να πωλούν) τα δικά τους ομόλογα σε εξαιρετικά προβληματικές για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών τους τιμές. Η πρώτη γερμανική αντίδραση ήταν ότι αυτό θα κόστιζε στη Γερμανία περί τα 3 δισ. ευρώ και ότι δεν επιθυμεί να δαπανήσει για τις οικονομίες άλλων χωρών χρήματα που δεν διαθέτει για τη δική της οικονομία. Στη συνέχεια όμως και η Γερμανία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ενδεχόμενο «κανόνι» μιας χώρας του ευρώ θα δημιουργήσει και στην ίδια, λόγω της γενικότερης αμφισβήτησης της αξιοπιστίας του ενιαίου νομίσματος, εξαιρετικά μεγάλα προβλήματα. Ετσι στις αρχές του 2009 άρχισαν με απόλυτη μυστικότητα οι διαβουλεύσεις ως προς τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων η ζώνη του ευρώ θα ξεκαθάριζε ότι κανένα κράτος-μέλος της δεν θα οδηγηθεί στο ΔΝΤ. Κάτι που, ως γνωστόν, δεν ισχύει για τις χώρες-μέλη της ΕΕ που δεν έχουν προσχωρήσει στο ευρώ, όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία.
Με την πρόοδο των διαβουλεύσεων κατέστη σαφές ότι το «αντίτιμο» που ζητούσαν οι Γερμανοί για να εγγυηθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία ότι δεν θα πέσουν ποτέ στα χέρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν να λάβουν εκ των προτέρων μέτρα που λίγο-πολύ δεν θα διέφεραν από τα μέτρα που συνήθως επιβάλλει το ΔΝΤ στις χώρες που διασώζει. Αρχής γενομένης φυσικά από τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες.
Ετσι η Ιρλανδία ανακοίνωσε προ μηνών ότι επιβάλλει μείωση των πραγματικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων της τάξεως του 7% και στη συνέχεια ακολούθησε η Ελλάδα με τις γνωστές αποφάσεις του κ Ι. Παπαθανασίου.
Με τη λήψη αυτών των μέτρων άρχισε σταδιακώς να μεταβάλλεται και ο τόνος των δηλώσεων κοινοτικών ιθυνόντων, όπως ο πρόεδρος του Εurogroup κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, ο επίτροπος κ. Χοακίν Αλμούνια, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ κ.ά. Ενώ λοιπόν προ μηνών από κοινού και ομοφώνως δήλωναν ότι η απόλυτη ευθύνη για τη δημοσιονομική κατάσταση της κάθε χώρας ανήκει στην κυβέρνησή της, σταδιακώς άρχισαν να αποσαφηνίζουν ότι σε περίπτωση ανάγκης η ζώνη του ευρώ θα παρέμβει. Την προηγούμενη εβδομάδα δε για πρώτη φορά ο επίτροπος Αλμούνια ξεκαθάρισε σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα ότι, αν μια χώρα του ευρώ αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα, δεν θα παρέμβει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το όποιο πρόβλημα προκύψει θα αντιμετωπισθεί αποκλειστικώς εντός της ευρωζώνης. Με τη δήλωση αυτή ο επίτροπος Αλμούνια επί της ουσίας ομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς αυτό που πολλοί ανέμεναν. Δηλαδή, ότι στο πλαίσιο του Εurogroup έχει ήδη επιτευχθεί μυστική πολιτική συμφωνία βάσει της οποίας η Ελλάδα, η Ιρλανδία και ενδεχομένως άλλες χώρες στο μέλλον θα λάβουν δραστικά μέτρα με αντάλλαγμα την «προστασία» τους από τον κίνδυνο να πέσουν στα νύχια του ΔΝΤ.
Ετσι στην περίπτωση της Ιρλανδίας οι Βρυξέλλες τελούν τώρα εν αναμονή των μέτρων που θα διασφαλίσουν ότι το Δουβλίνο διακόπτει άπαξ διά παντός τις πολιτικές του αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας τελούν εν αναμονή των μέτρων που θα αφορούν συνολικώς τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας, του λεγόμενου «κελτικού τίγρη» της Ευρώπης, η μειωμένη φερεγγυότητα ήταν το αποτέλεσμα της στρεβλής ανάπτυξης της χώρας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά η χώρα αυτή, γνωρίζοντας πως ήταν η αγγλόφωνη περιοχή της Ευρώπης με το φθηνότερο εργατικό δυναμικό, επέλεξε την οδό της άνευ όρων προσέλκυσης αμερικανικών επενδύσεων. Επί της ουσίας προσέφυγε στον αθέμιτο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα φορολογικό ανταγωνισμό ρίχνοντας τα ποσοστά φορολόγησης των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτόν χιλιάδες αμερικανικές εταιρείες, κυρίως από τον χώρο της υψηλής τεχνολογίας, άρχισαν ταχέως να εγκαθίστανται στην Ιρλανδία, την οποία μόλις ξέσπασε η κρίση τάχιστα εγκατέλειψαν. Αποτέλεσμα, η καλπάζουσα ύφεση της ιρλανδικής οικονομίας που στο μέλλον θα αναφέρεται στα οικονομικά εγχειρίδια ως παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τα παραδείγματα προς αποφυγήν ήταν άλλα και αφορούσαν κυρίως τον εξαιρετικά προβληματικό δημόσιο τομέα της χώρας, την έλλειψη διαφάνειας και εγγυήσεων βιωσιμότητας στα δημόσια οικονομικά, την καταρρακωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας κτλ.
Οταν λοιπόν άρχισε να σκιαγραφείται ο κίνδυνος να «σκάσουν κανόνι» οι δύο αυτές χώρες, τα βλέμματα όλως στράφηκαν προς τη Γερμανία, και όχι αδίκως. Η οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και παραδοσιακός θεματοφύλακας της δημοσιονομικής πειθαρχίας έπρεπε να αποφασίσει αν η ζώνη του ευρώ, παρά την κοινοτική νομοθεσία, θα σταθεί αλληλέγγυα στους «αδύνατους κρίκους» και με τι αντίτιμο.
Η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας ήταν «να πάνε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο». Αντίδραση την οποία ασφαλώς γνώριζε ο τέως πρωθυπουργός κ. Κ.Σημίτης, ο οποίος δημοσίως τότε προειδοποίησε για τον κίνδυνο που ελλοχεύει δηλώνοντας πως κάποιοι στη ζώνη του ευρώ θα επιθυμούσαν να οδηγηθεί σε περίπτωση ανάγκης η Ελλάδα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εκτοτε όμως άρχισαν να εντείνονται οι πιέσεις προς το Βερολίνο. Στην αρχή η Ιταλία και στη συνέχεια η Γαλλία εισήγαγαν εκ νέου προς συζήτηση την παλαιότερη ιδέα του κ. Ζακ Ντελόρ περί έκδοσης κοινών ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Κάτι που ασφαλώς θα ανακούφιζε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία που πωλούσαν (και εξακολουθούν να πωλούν) τα δικά τους ομόλογα σε εξαιρετικά προβληματικές για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών τους τιμές. Η πρώτη γερμανική αντίδραση ήταν ότι αυτό θα κόστιζε στη Γερμανία περί τα 3 δισ. ευρώ και ότι δεν επιθυμεί να δαπανήσει για τις οικονομίες άλλων χωρών χρήματα που δεν διαθέτει για τη δική της οικονομία. Στη συνέχεια όμως και η Γερμανία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ενδεχόμενο «κανόνι» μιας χώρας του ευρώ θα δημιουργήσει και στην ίδια, λόγω της γενικότερης αμφισβήτησης της αξιοπιστίας του ενιαίου νομίσματος, εξαιρετικά μεγάλα προβλήματα. Ετσι στις αρχές του 2009 άρχισαν με απόλυτη μυστικότητα οι διαβουλεύσεις ως προς τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων η ζώνη του ευρώ θα ξεκαθάριζε ότι κανένα κράτος-μέλος της δεν θα οδηγηθεί στο ΔΝΤ. Κάτι που, ως γνωστόν, δεν ισχύει για τις χώρες-μέλη της ΕΕ που δεν έχουν προσχωρήσει στο ευρώ, όπως η Ουγγαρία και η Ρουμανία.
Με την πρόοδο των διαβουλεύσεων κατέστη σαφές ότι το «αντίτιμο» που ζητούσαν οι Γερμανοί για να εγγυηθούν σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία ότι δεν θα πέσουν ποτέ στα χέρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν να λάβουν εκ των προτέρων μέτρα που λίγο-πολύ δεν θα διέφεραν από τα μέτρα που συνήθως επιβάλλει το ΔΝΤ στις χώρες που διασώζει. Αρχής γενομένης φυσικά από τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες.
Ετσι η Ιρλανδία ανακοίνωσε προ μηνών ότι επιβάλλει μείωση των πραγματικών μισθών των δημοσίων υπαλλήλων της τάξεως του 7% και στη συνέχεια ακολούθησε η Ελλάδα με τις γνωστές αποφάσεις του κ Ι. Παπαθανασίου.
Με τη λήψη αυτών των μέτρων άρχισε σταδιακώς να μεταβάλλεται και ο τόνος των δηλώσεων κοινοτικών ιθυνόντων, όπως ο πρόεδρος του Εurogroup κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, ο επίτροπος κ. Χοακίν Αλμούνια, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ κ.ά. Ενώ λοιπόν προ μηνών από κοινού και ομοφώνως δήλωναν ότι η απόλυτη ευθύνη για τη δημοσιονομική κατάσταση της κάθε χώρας ανήκει στην κυβέρνησή της, σταδιακώς άρχισαν να αποσαφηνίζουν ότι σε περίπτωση ανάγκης η ζώνη του ευρώ θα παρέμβει. Την προηγούμενη εβδομάδα δε για πρώτη φορά ο επίτροπος Αλμούνια ξεκαθάρισε σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα ότι, αν μια χώρα του ευρώ αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα, δεν θα παρέμβει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το όποιο πρόβλημα προκύψει θα αντιμετωπισθεί αποκλειστικώς εντός της ευρωζώνης. Με τη δήλωση αυτή ο επίτροπος Αλμούνια επί της ουσίας ομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς αυτό που πολλοί ανέμεναν. Δηλαδή, ότι στο πλαίσιο του Εurogroup έχει ήδη επιτευχθεί μυστική πολιτική συμφωνία βάσει της οποίας η Ελλάδα, η Ιρλανδία και ενδεχομένως άλλες χώρες στο μέλλον θα λάβουν δραστικά μέτρα με αντάλλαγμα την «προστασία» τους από τον κίνδυνο να πέσουν στα νύχια του ΔΝΤ.
Ετσι στην περίπτωση της Ιρλανδίας οι Βρυξέλλες τελούν τώρα εν αναμονή των μέτρων που θα διασφαλίσουν ότι το Δουβλίνο διακόπτει άπαξ διά παντός τις πολιτικές του αθέμιτου φορολογικού ανταγωνισμού, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας τελούν εν αναμονή των μέτρων που θα αφορούν συνολικώς τη δημοσιονομική εξυγίανση.