Στο κατώφλι της νέας δεκαετίας η Ελλάδα δεν είναι σίγουρα η μόνη χώρα που στερείται της δυνατότητας να προβλέψει με σχετική βεβαιότητα το οικονομικό της μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι στερείται του δικαιώματος να έχει μέλλον, να έχει όραμα, να έχει προσδοκίες, όχι μόνο να ξεπεράσει την κρίση, αλλά να ξαναβρεί τον δρόμο της ανάπτυξης, της ευημερίας και της αισιοδοξίας..
Αν και δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση...και πρωταγωνίστησε στο δραματικό ντόμινο της εν δυνάμει κρίσης χρέους που απειλεί την ευρωζώνη, δεν είναι η μόνη χώρα που έχει έλθει αντιμέτωπη με τα αδιέξοδα που δημιούργησαν οι συνεχείς παγκόσμιες κρίσης στο επίπεδο της οικονομίας.
Βιώνοντας καταρχάς μία βίαιη και σοκαριστική χρηματοπιστωτική κρίση - που βεβαίως ξεκίνησε από τις ΗΠΑ -, η παγκόσμια οικονομία πέρασε στην ύφεση και σήμερα απειλείται από δημοσιονομική κρίση πληρώνοντας το τίμημα παλαιότερων επιλογών. Ετσι, αν κάτι σήμερα χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία χωρίς καμία διαφοροποίηση είναι η αβεβαιότητα και με αυτό το οδυνηρό οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού προσπαθούν βήμα το βήμα να χαράξουν την επόμενη μέρα.
Αν τόσο για την Ευρώπη όσο και για τις ΗΠΑ οι μεγάλες στρατηγικές επιλογές για το μέλλον δεν είναι ακόμη σαφείς, οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι είναι μάλλον ξεκάθαροι και απολύτως δεσμευτικοί. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις ασθενέστερες χώρες, όπως η Ελλάδα.
Για τη χώρα μας ο υπ' αριθμόν ένας στόχος είναι ασφαλώς η δημοσιονομική σταθεροποίηση. Αυτό αφορά τόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα όσο όμως και το δημόσιο χρέος. Για καμία χώρα ποσοστά δημοσίου χρέους, όπως αυτά που βαραίνουν την Ελλάδα, δεν είναι ανεκτά. Καμία οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει μακροπρόθεσμα με χρέος που ξεπερνά κατά μιάμιση φορά το ΑΕΠ της.
Η οικονομία αυτή είναι καταδικασμένη σε συρρίκνωση και χρεοκοπία καθώς είναι προφανές ότι τέτοιο χρέος δεν μπορεί να χρηματοδοτείται απρόσκοπτα. Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι χρηματοδοτείται, το κόστος εξυπηρέτησης ενός τέτοιου χρέους απορροφά τεράστιους πόρους και ναρκοθετεί κάθε προσπάθεια ανάπτυξης.
ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΧΡΕΟΥΣ
Σήμερα πλέον δεν υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί ότι το έλλειμμα πρέπει να μηδενιστεί και το χρέος να επανέλθει σε πτωτική τροχιά. Τα νούμερα είναι συγκλονιστικά. Σύμφωνα με ένα μέσο σενάριο και αφού η χώρα έχει εφαρμόσει το μνημόνιο και έχει παραμείνει σε τροχιά δημοσιονομικής πειθαρχίας, το δημόσιο χρέος το 2013 θα είναι στο 159% του ΑΕΠ, το 2015 στο 153% του ΑΕΠ και το 2020 θα είναι στο 130% του ΑΕΠ. Προϋπόθεση, μάλιστα, για το σενάριο αυτό είναι να επανέλθουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2012 και να έχουμε ρυθμό αύξηση του ΑΕΠ το 2020 της τάξης του 3,3%.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η μείωση του χρέους είναι μία διαδικασία που ασφαλώς δεν εξαντλείται στα όρια του μνημονίου που τυπικά λήγει το 2013. Είναι μία διαδικασία μακρόχρονη που ξεπερνά και το 2020 φθάνοντας και το 2030. Πρόκειται για μία οδυνηρή διαδικασία που επιβεβαιώνει αυτό που κατά καιρούς λέγεται: Τα λάθη του παρελθόντος δεν έχουν υποθηκεύσει μόνο το δικό μας μέλλον αλλά και το μέλλον επόμενων γενεών.
Για να κινηθούμε σε μία τέτοια πορεία, δεν αρκούν ούτε τα μέτρα του μνημονίου ούτε ένα απλό νοικοκύρεμα της οικονομίας. Απαιτείται βαθύς και ευρύτατος διαρθρωτικός μετασχηματισμός της οικονομίας. Η οικονομία πρέπει να γίνει παραγωγική, ανταγωνιστική, σύγχρονη, να εναρμονίσει την προσφορά με τη ζήτηση και να μην χρειάζεται να παράγει ελλείμματα και χρέη για να λειτουργήσει. Να γίνει δηλαδή μία οικονομία εντελώς διαφορετική από αυτή που είχαμε μέχρι τώρα.
ΚΛΕΙΔΙ ΤΑ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ
Προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση της θετικής αυτής πορείας είναι η επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για σειρά ετών, αν όχι δεκαετιών. Ενδεικτικά, η μείωση του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 80% έως το 2030 θα απαιτούσε την επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2030.
Η επίτευξη του στόχου μείωσης του λόγου χρέους-ΑΕΠ στο 60% έως το 2030 θα απαιτούσε ακόμη πιο απαιτητική δημοσιονομική προσαρμογή, με τη δημιουργία ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 5,7% του ΑΕΠ κατά την αντίστοιχη περίοδο.
Θα πρέπει δε να είναι ξεκάθαρο ότι κάθε καθυστέρηση, κάθε ολιγωρία στην εφαρμογή των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων στο μέλλον - και πέραν φυσικά του μνημονίου - ενέχει, δυνητικά, υψηλό οικονομικό κόστος και μεγάλο ρίσκο. Και αυτό διότι η συνεχιζόμενη συσσώρευση χρέους απαιτεί τη δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον -- μέσω υψηλότερης φορολογίας, δραστικότερων περικοπών στις κρατικές δαπάνες κ.λπ. -- με στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για την ομαλή χρηματοδότηση του κόστους εξυπηρέτησής του.
Προϋπόθεση επίσης για να αποδώσουν τα μέτρα και να προχωρήσει η προσαρμογή σε βάθος χρόνου είναι η σύντομη επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αν παράλληλα με την τιτάνια προσπάθεια της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων, δεν χαραχθεί μία νέα στρατηγική ανάπτυξης, με μακροπρόθεσμο όραμα, σαφή προσανατολισμό και συγκεκριμένες προτεραιότητες που θα στηριχθεί στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της
Post Top Ad
Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011
Home
Unlabelled
Οταν γλιτώσουμε από τη χρεοκοπία