- Παρεμπιπτόντως τη Δευτέρα λήγει πενταετές ομόλογο 6 δις!
Σήμερα η κατάσταση, παρά τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, παραμένει η ίδια. Η χώρα ζει σε διαρκές άγχος αν επαρκούν τα χρήματα μέχρι τη στιγμή που οι δανειστές μας θα αποφασίσουν να αποδεσμεύσουν την επόμενη δόση του δανείου. Ανεξάρτητα αν αυτό γίνει με τον παλιό ή με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο νέο Μηχανισμό Στήριξης, οι επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία είναι οι ίδιες.
Εν τω μεταξύ το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας κατισχύει σε όλα τα πεδία της οικονομικής δραστηριότητας νεκρώνοντας ουσιαστικά κάθε ελπίδα ανάκαμψης και εξόδου από το τούνελ της ύφεσης.
Οπως και στις αρχές του καλοκαιριού (με την προηγούμενη πολιτική ηγεσία) αλλά και σε αυτή τη συγκυρία, το υπουργείο Οικονομικών βρίσκεται για ακόμη μία φορά αντιμέτωπο με το φάσμα της στάσης πληρωμών, καθώς τα διαθέσιμά του δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις ανάγκες.
Εξυπηρέτηση χρέους
Η μεγάλη πίεση δεν προέρχεται μόνο από το μέτωπο των δαπανών για μισθούς και συντάξεις, αλλά κυρίως από αυτό της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Ετσι την ερχόμενη Δευτέρα η χώρα θα πρέπει να εξοφλήσει τόκους και κεφάλαιο ενός πενταετούς ομολόγου που λήγει την προηγουμένη. Για το σκοπό αυτό απαιτούνται περίπου 6 δισ. ευρώ. Από τις εκδόσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο τα περίπου 2 δισ. ευρώ αναχρηματοδότησαν λήξεις παλαιότερων τίτλων που έληγαν στις 19/08, ενώ τον Σεπτέμβριο, για τον ίδιο σκοπό, στις 9 και 23/9 χρειάζονται περίπου ακόμη 3,9 δισ. ευρώ. Επομένως με τα έντοκα δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν οι ταμειακές ανάγκες.
Για το λόγο αυτό έχουν ειδοποιηθεί διακριτικά οι διοικήσεις των τραπεζών από το υπουργείο Οικονομικών για το ενδεχόμενο απόσυρσης των διαθεσίμων του Δημοσίου που είναι κατατεθειμένα σ' αυτές, τα οποία στο σύνολό τους υπολογίζονται σε 10 δισ. ευρώ. Το ενδεχόμενο αυτό προκαλεί πανικό, καθώς φέρνει το σύστημα στα όριά του.
Η ρευστότητα των τραπεζών παραμένει σε οριακό σημείο καθώς η φημολογούμενη εισροή 1 με 1,5 δισ. ευρώ από τις καταθέσεις δεν αντισταθμίζει την «τρύπα» των 50 δισ. ευρώ που έχει σχηματιστεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Η αναμονή αυτή, η οποία φαίνεται πλέον ότι γίνεται ενδημική, βραχυκλώνει όλο το τραπεζικό σύστημα, το οποίο μετά την τελευταία υποβάθμιση της χώρας δεν μπορεί να προσφύγει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ωστόσο, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί στην περίπτωση που προκύψει πρόβλημα ρευστότητας στην αγορά να ενεργοποιήσει τον Μηχανισμό Εκτακτης Ανάγκης (τον περίφημο ELA). Ο Μηχανισμός αυτός δεν έχει λειτουργήσει μέχρι στιγμής (η διοίκηση της ΤτΕ, σύμφωνα με την πάγια τακτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες σε αντίστοιχες περιπτώσεις, αρνήθηκε να σχολιάσει αν έχει ενεργοποιηθεί ο σχετικός μηχανισμός) παρ' όλο που έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες προπαρασκευαστικές ενέργεις. Εν τω μεταξύ όποιες τράπεζες «ζορίστηκαν» κατόρθωσαν τελικώς να καλύψουν τις ανάγκες τους μέσα από το σύστημα