Κατεβαίνοντας τις σκάλες του σπιτιού σου, κοιτάς με άγχος το γραμματοκιβώτιό σου, περιμένοντας την «λυπητερή» της έκτακτης εισφοράς από την εφορεία.
Κι αναρωτιέσαι πώς θα την πληρώσεις καθώς γύρω στις 15 κάθε μήνα έχεις μείνει χωρίς λεφτά.
Περνάς την εξώπορτα . Εκνευρίζεσαι με το πεζοδρόμιο που είναι σπασμένο εδώ και χρόνια και... κανείς δεν έχει δεήσει να το διορθώσει γιατί άπαξ και ο εργολάβος πήρε την δουλειά της κατασκευής με υπέρ-κοστολόγηση αδιαφορεί για το έργο του, αφού τα έχει ήδη αρπάξει. “Ο Δήμος δεν ασχολείται με λεπτομέρειες” σκέφτεσαι, καθώς βλέπεις μια μαμά να παλεύει ανάμεσα σε αυτοκίνητα και πεζοδρόμια, με το μωρό της στο καροτσάκι να αναπνέει καυσαέριο με τη σέσουλα.
Μπαίνεις στο αυτοκίνητό σου και βλέπεις ότι τελειώνει η βενζίνη σου, που είναι πια τόσο ακριβή που δεν διανοείσαι να βάλεις πάνω από 20 ευρώ την φορά. Ξέρεις ότι δεν πρόκειται κανείς να πατάξει την αισχροκέρδεια ή την νοθεία της βενζίνης. Εύχεσαι να αργήσει ο χειμώνας γιατί τα κοινόχρηστα θα μείνουν και πάλι απλήρωτα για μήνες μέχρι να πάρεις το χριστουγεννιάτικο δώρο για να τα εξοφλήσεις.
Στον δρόμο, οδηγείς έντρομος, καθώς βλέπεις ταξί και Ι.Χ. να κάνουν αλλεπάλληλες παραβάσεις του ΚΟΚ. Σκέφτεσαι, ίσως, ότι είναι λογικό, αφού πολλοί από αυτούς τους οδηγούς έχουν πάρει με «φακελάκι» το δίπλωμα τους. «Πήζεις» στην κίνηση, ξέροντας ότι κανένας δεν ασχολείται να λύσει το κυκλοφοριακό της Αθήνας. Αγχώνεσαι να φτάσεις στην ώρα σου στην δουλειά σου για να μην σε απολύσουν. Δεν θέλεις καν να σκέφτεσαι πώς ζούνε οι συνάνθρωποι σου που έχουν ήδη χάσει την δουλειά τους και ψάχνουν μαζί με άλλους 800.000 άνεργους δουλειά.
Δουλεύεις χωρίς καφέ πια γιατί ακρίβυνε κι άλλο και δεν «βγαίνει» να παίρνεις καφέ. Δεν θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ήπιες ποτό έξω - είναι πανάκριβα και άσε που πολλά από αυτά είναι νοθευμένα. Θυμάσαι ότι πριν 2 χρόνια, στις παλιές καλές εποχές των «χοντρών» αγελάδων, είχες πάει στο Βερολίνο και η μπύρα εκεί είχε 2 ευρώ. Πού τέτοια τύχη εδώ...
Γυρίζεις σπίτι μετά από μια ώρα στην κίνηση. Φτιάχνεις κάτι να φας. Έχεις να πας σε ταβερνάκι ή να πάρεις σουβλάκι ούτε θυμάσαι από πότε, αφού όλοι οι φίλοι είναι άφραγκοι και μαζεύεστε που και που σε σπίτια. Ανοίγεις την τηλεόραση και κάθεσαι στα σκοτάδια γιατί και η ΔΕΗ κάθε δίμηνο είναι πια βραχνάς. Η κατάθλιψη μεγαλώνει, ακούς συνέχεια τις λέξεις “spreads, χρέος, κατάρρευση, ύφεση, ΔΝΤ, Τρόικα, χρηματιστήριο, πτώση, εξαθλίωση, ανεργία, πορείες διαμαρτυρίας, μειώσεις, λιτότητα, ένταση, ληστεία, συγχωνεύσεις”.
Ξέρεις πλέον τη φάτσα της Μέρκελ και του Σαρκοζί τόσο καλά που έχεις αποστηθίσει και πόσες ρυτίδες έχουν γύρω από τα μάτια. Νιώθεις πολύ ντροπή που οι πολιτικοί της χώρας σου ακόμα και τώρα κουκουλώνουν τα σκάνδαλα που διέλυσαν την Ελλάδα. Βλέπεις τα πρόσωπά τους στο γυαλί και νιώθεις μια απέραντη απογοήτευση και ντροπή.
Νιώθεις και πολύ μ…. που κάποτε μέσα σε μια αγαθοσύνη και ευφορία τους πίστεψες ότι μπορεί να αγαπάνε αυτή τη χώρα, να θέλουν να αλλάξει λίγο.
Τρως βαριεστημένα… Σαν να μην έχει γεύση τίποτα! Σκέφτεσαι ότι θα ήθελες να κάνεις παιδιά με τον σύντροφό σου, αλλά ξέρεις ότι δεν μπορείς οικονομικά να αντεπεξέλθεις σε κάτι τέτοιο. Αναλογίζεσαι πόσο χειρότερα θα είναι για κάποιον που έχει οικογένεια και λες “πάλι καλά”. Πέφτεις για ύπνο, γνωρίζοντας ότι όταν μετά από ώρες θα σε πάρει ο ύπνος, θα δεις πάλι εφιάλτες γιατί το δάνειο τρέχει, έχεις αργήσει τις δόσεις, φοβάσαι μην χάσεις την δουλειά σου, δεν ξέρεις τι θα γίνει αύριο.
Σκέφτεσαι να φύγεις σε άλλη χώρα. Ακόμα ίσως μπορείς να τα καταφέρεις κάπου αλλού… “Οπουδήποτε αλλού πρέπει να είναι καλύτερα από δω!”, πιστεύεις.
Είσαι τριάντα χρόνων και ζεις στην Ελλάδα.. /Άρθρο της Η.Φωκιανάκη,αναδημοσιεύεται από το Πρώτο Θέμα/.