H αλήθεια για το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα - Greece-Salonika| Ενημέρωση και Άποψη

NEWSROOM

Post Top Ad

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

H αλήθεια για το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα


Τις τελευταίες ημέρες και με αφορμή τη νέα επίσκεψη της Τρόικα στην Ελλάδα έχει τεθεί με μεγαλύτερη έμφαση το θέμα της προώθησης σημαντικών αλλαγών όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο προσδιορισμού των μισθολογικών αμοιβών και γενικότερα των εργασιακών σχέσεων στις ΔΕΚΟ και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.


Για το θέμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη της Διευθυνσης Οικονομικών Αναλύσεων της Alpha Bank που ακολουθεί:
" Ήδη έχουν υπάρξει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που επηρεάζουν τη λειτουργία της αγοράς εργασίας στη χώρα και σημαντικές περικοπές μισθών στις ΔΕΚΟ και στον δημόσιο τομέα γενικότερα, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Οι αλλαγές αυτές έχουν συμβάλλει στη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, κατά περίπου 9,0% στη διετία 2010-2011, ενώ αναμένεται και νέα βελτίωση κατά περίπου 5,0% το 2012.


Ωστόσο, παραμένουν ακόμη νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν ουσιαστικά την ευελιξία της αγοράς εργασίας στις ΔΕΚΟ και στις πρώην ΔΕΚΟ και δεν εξασφαλίζουν ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό την αναγκαία σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα. Με βάση τις μετρήσεις του World Economic Forum η Ελλάδα κατατάχθηκε το 2010-2011 στην 122 θέση (μεταξύ 142 χωρών) όσον αφορά το κριτήριο αυτό. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας όχι μόνο εμποδίζουν την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις συνθήκες ύφεσης και μειωμένης ρευστότητας μέσω μείωσης των μισθών και αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά και οδηγούν σε μείωση της απασχόλησης. Αποτέλεσμα είναι η μεγάλη αύξηση της ανεργίας στο 18,2% του εργατικού δυναμικού τον Οκτώβριο του 2011 και οι επίσης συχνές αναφορές για έξοδο από την αγορά ενός μεγάλου αριθμού σχετικά μικρών και λιγότερο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Σε σχέση με τα ανωτέρω, σημειώνονται τα ακόλουθα:


Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αποτελεί το κύριο μέρος του διεθνώς μη εμπορεύσιμου κόστους παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων μιας χώρας, ιδιαίτερα όταν το κόστος εργασίας προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό με νομοθετικές ρυθμίσεις και όχι ως αποτέλεσμα της αποδοτικής διαχείρισης του εργατικού δυναμικού από τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Τα διεθνώς εμπορεύσιμα στοιχεία του κόστους (π.χ., το κόστος του αργού πετρελαίου ή άλλων πρώτων υλών, του εισαγόμενου και εγχωρίως παραγόμενου μηχανολογικού εξοπλισμού, των ημικατεργασμένων προϊόντων) είναι λίγο πολύ κοινά ή δεδομένα για όλες τις χώρες, αφού η τιμή τους διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό στην παγκόσμια αγορά.


Επίσης, το κόστος εργασίας είναι γενικά το βασικό στοιχείο του διεθνώς μη εμπορεύσιμου κόστους των κλάδων μιας οικονομίας που παράγουν διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, όπως π.χ., της δημόσιας διοίκησης, της ηλεκτρικής ενέργειας, της ύδρευσης, της υγείας, της εκπαίδευσης, του λιανικού εμπορίου, των υπηρεσιών εστίασης, του χρηματοοικονομικού συστήματος, της δικαιοσύνης, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, κ.ά.).

Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι μια σύνθετη μεταβλητή που προσδιορίζεται από το ύψος των μισθών και από την παραγωγικότητα της εργασίας. Όσο υψηλός και αν είναι ο μισθός ενός εργαζόμενου, αν η παραγωγικότητά του (στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που έχουν υψηλή ζήτηση από τους καταναλωτές ή από άλλες επιχειρήσεις) είναι εξίσου υψηλή, τότε το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που προκύπτει από αυτόν τον εργαζόμενο είναι σχετικά χαμηλό. Επιπλέον, η παραγωγικότητα της εργασίας για μια επιχείρηση ή για μια χώρα προσδιορίζεται από την παραγωγική δυναμικότητα του ήδη εγκατεστημένου παραγωγικού της εξοπλισμού.

Με αυτή την έννοια είναι πολύ σωστός ο ισχυρισμός ότι αν και οι μισθοί στη Γερμανία είναι πολύ υψηλότεροι απ’ ότι στην Ελλάδα, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας είναι υψηλότερη από αυτή της Ελλάδος. Αυτό, ωστόσο, συμβαίνει διότι στη Γερμανία οι μισθοί προσδιορίζονται κατά κύριο λόγο από την παραγωγικότητα στο πλαίσιο αποτελεσματικής συνεννόησης των κοινωνικών εταίρων. Στην Ελλάδα, οι μισθοί προσδιορίζονταν έως σήμερα σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, με νομοθετικές ρυθμίσεις και με την ενίσχυση του σημαντικού δανεισμού της χώρας από το εξωτερικό, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από την παραγωγικότητα. Παράλληλα οι κοινωνικοί εταίροι εμπλέκονται πολλές φορές σε άγονες μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις εργατικών συνδικάτων των οποίων οι πολιτικές επιδιώξεις δεν συμπίπτουν απαραίτητα με την προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους.


Ειδικότερα, τα τελευταία έτη της δημοσιονομικής εκτροπής έως και το 2009 οι μισθοί στην Ελλάδα, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα, επηρεάστηκαν αυξητικά από τις μεγάλες αυξήσεις μισθών στο δημόσιο τομέα και γενικά από το υψηλό επίπεδο διαθέσιμης ρευστότητας στην οικονομία. Ιδεολογήματα του τύπου «οι μισθοί δεν φταίνε για την χαμηλή ανταγωνιστικότητα», ή του τύπου «η μείωση των μισθών θα έχει ως συνέπεια την μεγαλύτερη πτώση της εγχώριας ζήτησης και την χαμηλότερη ανάπτυξη», μας οδήγησαν στην αύξηση της μισθοδοσίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα € 31 δις το 2009, από € 15 δις το 2001. Και, δεν ήταν μόνο η χρονιά του δημοσιονομικού εκτροχιασμού που οδήγησε τη χώρα στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση της ιστορίας της, αλλά και η χρονιά όπου το εργατικό κόστος εκτοξεύθηκε στα ύψη ως αποτέλεσμα προεκλογικής αποσύνθεσης και μετεκλογικής αβελτηρίας.


Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη συγκυρία όπου πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα ομαλής λειτουργίας όχι μόνο εξαιτίας της μειωμένης εγχώριας ζήτησης αλλά και λόγω της σημαντικά μειωμένης ρευστότητας στην οικονομία. Με αυτά τα δεδομένα, η μισθολογική πολιτική των επιχειρήσεων δεν μπορεί το 2012 να είναι ίδια (ή να προσδιορίζεται από τους ίδιους παράγοντες) με το 2009.


Σε αυτό το πλαίσιο η ύπαρξη νομοθετημένου κατώτατου μισθού, που έχει προσδιοριστεί με Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τους εργαζόμενους όλης της χώρας και μάλιστα σε υψηλότερο επίπεδο το 2012 από ότι ήταν το 2009, αποτελεί πράγματι σοβαρό εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία της επίσημης αγοράς εργασίας στη χώρα, κυρίως όσον αφορά στην ένταξη των νέων εργαζομένων, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της βαθειάς ύφεσης στην οικονομία όπου η ανεργία των νέων κυμαίνεται στο 45% του αντίστοιχου εργατικού δυναμικού.


Ο ισχύον κατώτατος μισθός, λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος των ασφαλιστικών και άλλων εισφορών , είναι εξαιρετικά υψηλός για μια οικονομία σε κρίση όπως η ελληνική. Αποτελεί τον βασικό παράγοντα που οδηγεί και στην παράνομη απασχόληση χωρίς ασφάλιση (προσωρινή ή μη) στην παράλληλη οικονομία. Έτσι, οι νέοι περιθωριοποιούνται καθώς οι διάφορες νομοθετημένες ρυθμίσεις και ανελαστικότητες αποτελούν πραγματικό εμπόδιο στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας, στερώντας τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία εμπειρία και τις αναγκαίες γνώσεις που προκύπτουν από την εργασία, για να χτίσουν αποτελεσματικότερα την καριέρα τους.


Όταν πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της μεγάλης κρίσης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα ή λόγω του ανταγωνισμού από άλλες ισχυρότερες επιχειρήσεις, είναι αδιανόητο η πολιτεία να συνεχίζει να επιβάλλει με νόμους κατώτατους μισθούς και μονιμότητες στην απασχόληση, όπως κάναμε όταν είχαμε τη δυνατότητα να τα χρηματοδοτούμε όλα αυτά με δανεικά από το εξωτερικό. Σε κάθε περίπτωση, η κάθε επιχείρηση σήμερα μπορεί να πληρώσει τους εργαζόμενούς της μόνο με τα χρήματα που κερδίζει από την πώληση των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) που παράγει. Και στην πράξη έχει χαθεί πλέον η σύνδεση μεταξύ νομοθετικά προσδιορισμένου κατώτατου ημερομισθίου και πραγματικής αμοιβής στην αγορά, καθώς οι οικονομικοί νόμοι δεν μπορούν να καταργηθούν νομοθετικά.

Σήμερα, επίσης, κανείς δεν μας δανείζει. Οι επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό και τα δανεικά από τις τράπεζες (πολλές φορές με εγγύηση του δημοσίου) τελείωσαν. Τα δικαιώματα που έχουν οι εργαζόμενοι ισχύουν και γίνονται ισχυρότερα και η ασφάλεια της εργασίας τους ενισχύεται όσο η επιχείρηση στην οποία εργάζονται λειτουργεί αποδοτικά, αυξάνει την ανταγωνιστικότητά της και εδραιώνει την ανταγωνιστική της παρουσία στις αγορές (εγχώριες και ξένες). Τα δικαιώματα και η ασφάλεια εργασίας χάνονται όταν η επιχείρηση κλείσει ή αν μεταφερθεί σε μια γειτονική χώρα με ευνοϊκότερο γι’ αυτήν εργασιακό καθεστώς.


Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών είναι αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας και της επέκτασης της οικονομίας σε ανταγωνιστικές (δηλαδή κερδοφόρες) δραστηριότητες. Η αύξηση των μισθών δεν βλάπτει την ανταγωνιστικότητα όταν είναι το αποτέλεσμα της αυξημένης ανταγωνιστικής παραγωγής. Αντίθετα καταστρέφει την ανταγωνιστικότητα όταν στηρίζεται κυρίως σε κυβερνητικές ρυθμίσεις και αποφάσεις για την κατανομή του εξωτερικού δανεισμού σε ομάδες πίεσης εργαζομένων και επιχειρήσεων..".
Bookmark and Share