Ένα νέο ρεκόρ ταχύτητας μεταφορά δεδομένων μέσω WiFi πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καρλσρούης στη Γερμανία, φτάνοντας τα... 40GB ανά δευτερόλεπτο σε απόσταση 1 χιλιομέτρου.
Για να γίνει εφικτή αυτή η ταχύτητα, οι ερευνητές συνδύασαν εξελιγμένο εξοπλισμό αλλά και υψηλότερες συχνότητες επικοινωνίας, εν προκειμένω τα 240 GHz.
Συγκριτικά, ένα τυπικό δίκτυο Wi-Fi λειτουργεί στα 2,4 ή τα 5 GHz και η απόδοσή του είναι μερικές δεκάδες Μegabytes ανά δευτερόλεπτο.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν τον εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε και μετέδωσε το σήμα σε υψηλότερες συχνότητες. Όσον υψηλότερη είναι η συχνότητα της μετάδοσης, τόσο μικρότερες κεραίες απαιτούνται, αφού και τα μήκη κύματος είναι μικρότερα, με αποτέλεσμα ο εξοπλισμός που απαιτείται να έχει μέγεθος μόλις μερικά χιλιοστά.
Αντιστρόφως ανάλογη όμως είναι η ποσότητα των δεδομένων που μπορούν να μεταδοθούν, αφού όσο μικρότερο είναι το μήκος κύματος τόσο μεγαλύτερος όγκος δεδομένων μεταφέρεται σε μία μονάδα χρόνου.
Η συχνότητα των 240 GHz έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα, αφού η υγρασία δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη μεταφορά των δεδομένων.
Μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει η νέα αυτή τεχνολογία να εφαρμοστεί στην πράξη στην καθημερινότητά μας.
Για να γίνει εφικτή αυτή η ταχύτητα, οι ερευνητές συνδύασαν εξελιγμένο εξοπλισμό αλλά και υψηλότερες συχνότητες επικοινωνίας, εν προκειμένω τα 240 GHz.
Συγκριτικά, ένα τυπικό δίκτυο Wi-Fi λειτουργεί στα 2,4 ή τα 5 GHz και η απόδοσή του είναι μερικές δεκάδες Μegabytes ανά δευτερόλεπτο.
Οι ερευνητές ανέπτυξαν τον εξοπλισμό που χρησιμοποιήθηκε και μετέδωσε το σήμα σε υψηλότερες συχνότητες. Όσον υψηλότερη είναι η συχνότητα της μετάδοσης, τόσο μικρότερες κεραίες απαιτούνται, αφού και τα μήκη κύματος είναι μικρότερα, με αποτέλεσμα ο εξοπλισμός που απαιτείται να έχει μέγεθος μόλις μερικά χιλιοστά.
Αντιστρόφως ανάλογη όμως είναι η ποσότητα των δεδομένων που μπορούν να μεταδοθούν, αφού όσο μικρότερο είναι το μήκος κύματος τόσο μεγαλύτερος όγκος δεδομένων μεταφέρεται σε μία μονάδα χρόνου.
Η συχνότητα των 240 GHz έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα, αφού η υγρασία δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη μεταφορά των δεδομένων.
Μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει η νέα αυτή τεχνολογία να εφαρμοστεί στην πράξη στην καθημερινότητά μας.